Άγιος της Χριστιανοσύνης, που μαρτύρησε για την πίστη του στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Δέκιου το 251 μ.Χ. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Μαΐου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 25 Ιουλίου από την Καθολική. Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από βάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρέπροβος (reprobus = κολασμένος στα λατινικά).
Ήταν πανύψηλος, δυνατός και πολύ άσχημος στην όψη. Στη διάρκεια ενός πολέμου της φυλής του με τους Ρωμαίους συνελήφθη αιχμάλωτος. Μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια και λόγω των σωματικών του προσόντων εντάχθηκε στις ρωμαϊκές λεγεώνες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αντιόχεια μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό, βαπτίστηκε από τον τοπικό επίσκοπο Βαβύλα, τον μετέπειτα ιερομάρτυρα, και έλαβε το όνομα Xριστόφορος ή Χριστοφόρος. Λίγο μετά τη βάπτισή του, ο Χριστόφορος είδε κάποιους χριστιανούς να κακοποιούνται από ειδωλολάτρες. Υπερασπίστηκε σθεναρά τους ομοδόξους του, αλλά καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Δέκιο, ο οποίος διέταξε τη σύλληψή του. Ένα στρατιωτικό απόσπασμα άρχισε να τον αναζητεί. Μετά από αρκετές ημέρες έρευνας, αποκαμωμένοι και νηστικοί, οι στρατιώτες ανακάλυψαν τον Χριστόφορο, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να γευματίσει με ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Με την προσευχή, ο Χριστόφορος κατόρθωσε να πολλαπλασιάσει τον λιγοστό άρτο και να χορτάσει όλους τους στρατιώτες. Έκπληκτοι αυτοί για το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε το γεγονός, συνέλαβε και αποκεφάλισε τους στρατιώτες τού αποσπάσματος, ενώ προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να μεταπείσει τον Χριστόφορο. Του έστειλε και δύο γυναίκες ελευθέρων ηθών, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά οι δυο γυναίκες έγιναν Χριστιανές, αφού πείστηκαν από τον Χριστόφορο να επανέλθουν στο δρόμο της αρετής. Όταν το πληροφορήθηκε ο Δέκιος εξαγριώθηκε και διέταξε τον αποκεφαλισμό, τόσο του Χριστόφορου, όσο και των δύο γυναικών (251 μ.Χ.). Η μνήμη της Ακυλίνης και της Καλλινίκης συνεορτάζεται με αυτή του Αγίου Χριστόφορου στις 9 Μαΐου.
Στην αγιογραφία, ο Άγιος Χριστόφορος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Η παράδοση αναφέρει ότι περνούσε τους οδοιπόρους από ένα χείμαρρο, επειδή δεν υπήρχε γέφυρα. Όταν πέρασε και τον Χριστό πήρε το όνομά του Χριστόφορος («Χριστόν φέρει»). Σε κάποιες εικόνες παριστάνεται ως κυνοκέφαλος, επειδή σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από το έθνος των Κυνοκεφάλων.
Ήταν πανύψηλος, δυνατός και πολύ άσχημος στην όψη. Στη διάρκεια ενός πολέμου της φυλής του με τους Ρωμαίους συνελήφθη αιχμάλωτος. Μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια και λόγω των σωματικών του προσόντων εντάχθηκε στις ρωμαϊκές λεγεώνες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αντιόχεια μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό, βαπτίστηκε από τον τοπικό επίσκοπο Βαβύλα, τον μετέπειτα ιερομάρτυρα, και έλαβε το όνομα Xριστόφορος ή Χριστοφόρος. Λίγο μετά τη βάπτισή του, ο Χριστόφορος είδε κάποιους χριστιανούς να κακοποιούνται από ειδωλολάτρες. Υπερασπίστηκε σθεναρά τους ομοδόξους του, αλλά καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Δέκιο, ο οποίος διέταξε τη σύλληψή του. Ένα στρατιωτικό απόσπασμα άρχισε να τον αναζητεί. Μετά από αρκετές ημέρες έρευνας, αποκαμωμένοι και νηστικοί, οι στρατιώτες ανακάλυψαν τον Χριστόφορο, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να γευματίσει με ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Με την προσευχή, ο Χριστόφορος κατόρθωσε να πολλαπλασιάσει τον λιγοστό άρτο και να χορτάσει όλους τους στρατιώτες. Έκπληκτοι αυτοί για το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε το γεγονός, συνέλαβε και αποκεφάλισε τους στρατιώτες τού αποσπάσματος, ενώ προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να μεταπείσει τον Χριστόφορο. Του έστειλε και δύο γυναίκες ελευθέρων ηθών, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά οι δυο γυναίκες έγιναν Χριστιανές, αφού πείστηκαν από τον Χριστόφορο να επανέλθουν στο δρόμο της αρετής. Όταν το πληροφορήθηκε ο Δέκιος εξαγριώθηκε και διέταξε τον αποκεφαλισμό, τόσο του Χριστόφορου, όσο και των δύο γυναικών (251 μ.Χ.). Η μνήμη της Ακυλίνης και της Καλλινίκης συνεορτάζεται με αυτή του Αγίου Χριστόφορου στις 9 Μαΐου.
Στην αγιογραφία, ο Άγιος Χριστόφορος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Η παράδοση αναφέρει ότι περνούσε τους οδοιπόρους από ένα χείμαρρο, επειδή δεν υπήρχε γέφυρα. Όταν πέρασε και τον Χριστό πήρε το όνομά του Χριστόφορος («Χριστόν φέρει»). Σε κάποιες εικόνες παριστάνεται ως κυνοκέφαλος, επειδή σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από το έθνος των Κυνοκεφάλων.