Διάσημος ιταλός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και σημειολόγος. Έγινε παγκόσμια γνωστός το 1980 με το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», που μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες (και στα ελληνικά) και πούλησε περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα.
Το επιστημονικό του έργο ήταν αφιερωμένο στη θεωρία της λογοτεχνίας, στην εξέλιξη των συγχρόνων κοινωνιών και στις σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοποριακή τέχνη και το φαινόμενο της μαζικής επικοινωνίας.
Το επιστημονικό του έργο ήταν αφιερωμένο στη θεωρία της λογοτεχνίας, στην εξέλιξη των συγχρόνων κοινωνιών και στις σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοποριακή τέχνη και το φαινόμενο της μαζικής επικοινωνίας.
Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) γεννήθηκε στην πόλη Αλεσάντρια του Πεδεμοντίου στις 5 Ιανουαρίου 1932 και ήταν o μοναχογιός του λογιστή Τζούλιο Έκο και της Τζοβάνα Μπίζιο. Φημολογείται ότι το επώνυμο «Έκο» είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων «Ex Caelis Oblatus» («Θεϊκό Δώρο» στα λατινικά) και αποδόθηκε στον παππού του, που ήταν έκθετο, από ένα δημοτικό υπάλληλο. Έλαβε αυστηρή και καθολική σχολική αγωγή, αλλά το κριτικό του πνεύμα το οφείλει, όπως ο ίδιος έχει γράψει «… στον πατέρα μου, που μου δίδαξε να δυσπιστώ, και στη μητέρα μου που δίδαξε να το λέω…».
Αν και αρχικά παρακολούθησε σπουδές Νομικής, εγκατέλειψε αυτό τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών το 1954 με τη διδακτορική του διατριβή για τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι εργάστηκε ως παραγωγός πολιτιστικών προγραμμάτων στη RAI, τη δημόσια ιταλική τηλεόρασης. Η θέση τού έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από το κράτος.
Το 1962 νυμφεύτηκε τη γερμανίδα τεχνοκριτικό Ρενάτε Ράμγκε, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Από το 1965 ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα. Τη χρονιά αυτή εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και το 1966 καθηγητής Σημειολογίας στο Πανεπιστήμιο Μιλάνο. Το 1971 μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και το 1974 οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών. Το 1988 έγινε πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Μαρίνου.
Από το 1962 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη Σημειολογία, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τους πολιτισμούς μέσω των συμβόλων, όπως η γλώσσα, οι θρησκευτικές εικόνες, η μουσική, η κυκλοφοριακή σήμανση κλπ. Υποστήριξε ότι η σημειολογία ή σημειωτική δεν αποτελεί απλό παράρτημα της γλωσσολογίας ή της φιλοσοφίας, αλλά μία αυτοτελή επιστήμη, που προβάλει την αξίωση να αγκαλιάσει όλους τους τομείς του πολιτισμού. Έγραψε περισσότερα από 20 βιβλία επί του θέματος, με πιο γνωστά το «Ανοιχτό Έργο («Opera aperta», 1962), «Κήνσορες και Θεράποντες» («Apocalittici e integrati»,1964), «Η απούσα δομή» («La struttura assente», 1968), «Θεωρία σημειωτικής» (1975) και το εκλαϊκευτικό «Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή» (1975).
Το 1980 παρουσίασε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Το όνομα του ρόδου», μία ιστορία μυστηρίου, που εκτυλίσσεται σ' ένα μοναστήρι την εποχή του Μεσαίωνα. Συνδυάζοντας τις αφηγηματικές δομές του λαϊκού μυθιστορήματος των επιφυλλίδων και του αστυνομικού μυθιστορήματος, αποτελεί ένα ορόσημο στο χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η ιστορία εξελίσσεται ως αστυνομικό μυθιστόρημα, με μία σειρά ανεξήγητων δολοφονιών σ’ ένα απομονωμένο μοναστήρι, που ζητούν τη λύση τους, με πρωταγωνιστή ένα μοναχό - ντετέκτιβ στο πρότυπο του Σέρλοκ Χολμς. Παράλληλα, όμως, είναι και η ιστορική αναπαράσταση μιας εποχής και μία ανθολόγηση σημαντικών κειμένων της. Αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και μεταφέρθηκε το 1986 στον κινηματογράφο από τον γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι. Ο Έκο έγραψε άλλα έξι μυθιστορήματα, που χωρίς να γνωρίσουν την εκδοτική επιτυχία του πρώτου, συνετέλεσαν στην εδραίωση της φήμης του.
Ο Έκο ζούσε στο Μιλάνο, σ’ ένα διαμέρισμα - λαβύρινθο με μία βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων, ενώ περνούσε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά και τιμήθηκε με πλήθος βραβείων και διακρίσεων κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα, τόσο για αναψυχή, όσο και για επιστημονική έρευνα. Στις 14 Μαρτίου 1995 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Ουμπέρτο Έκο πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου 2016 στο Μιλάνο, σε ηλικία 84 ετών.