Η αρχή του 19ου αιώνα αποτέλεσε οδυνηρό ξεκίνημα για τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, εξαιτίας της εκτεταμένης αρχαιοθηρίας, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του.Χαρακτηριστική την περίοδο εκείνη ήταν η επιρροή που ασκούσε η αγγλική πολιτική στην τουρκική κυβέρνηση, λόγω της στρατιωτικής βοήθειας που οι Βρετανοί είχαν απλόχερα προσφέρει στους Τούρκους, στον πόλεμο εναντίον των Γάλλων στην Αίγυπτο.
Ο Ναπολέων, παρότι αρχικώς είχε σκεφθεί μια απόπειρα εισβολής στην Αγγλία, αντ’ αυτού επέλεξε την Αίγυπτο, η οποία τελούσε υπό τουρκική κυριαρχία. Ως εκ τούτου, οι διπλωματικές σχέσεις Γαλλίας Τουρκίας διακόπτονται απότομα και η Αγγλία δράττεται της ευκαιρίας να σταθεί στο πλευρό των Τούρκων.
Εκείνη την περίοδο διορίζεται πρεσβευτής στην Τουρκία, ο Τόμας Μπρους, ο 7ος λόρδος του Έλγιν. Ο λόρδος του Έλγιν είχε εκφράσει θαυμασμό για την ελληνική τέχνη ήδη πριν τον διορισμό του στη θέση του Άγγλου Πρεσβευτή το 1799. Μόλις παντρεύτηκε τη Μέρι Νίσμπετ, της υποσχέθηκε ως δώρο γάμου ένα αρχοντικό σπίτι. Η εκτίμηση που ο ίδιος έτρεφε προς την ελληνική αρχιτεκτονική, η οποία αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού από ολόκληρη την τότε Βρετανία, καθώς και η επιθυμία του να θαμπώσει τα λοιπά μέλη της υψηλής βρετανικής κοινωνίας, συνέβαλαν στο να προσλάβει για την κατασκευή του σπιτιού τον αρχιτέκτονα Τόμας Χάρισον. Ο Χάρισον, έχοντας σπουδάσει ελληνική και ρωμαϊκή τεχνοτροπία, πρότεινε να σχεδιάσει το Broom Hall, όπως θα ονομαζόταν η έπαυλη, σε κλασσικό ελληνικό ύφος. Έτσι, προτείνει στον Έλγιν να δημιουργήσουν αντίγραφα από τα αριστουργήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής που βρίσκονται στην Αθήνα. Με δεδομένο ότι την περίοδο εκείνη είναι δύσκολο να πλησιάσει κανείς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, χρειάστηκαν έξι μήνες για να επιτραπεί η είσοδος στην ομάδα του Έλγιν. Αποτελεσματικότερος τρόπος αποδείχτηκε η δωροδοκία του τότε στρατιωτικού κυβερνήτη ο οποίος χρηματιζόταν με πέντε λίρες για κάθε επίσκεψη. Βεβαίως, η πρακτική της δωροδοκίας δεν θα σταματήσει παρά μόνο με τον απόπλου και του τελευταίου πλοίου φορτωμένου με τα πολύτιμα μάρμαρα που σήμανε και την ολοκλήρωση της αποστολής. Η ομάδα στήνει τις σκαλωσιές, αλλά οι φήμες για στρατιωτική απόβαση των Γάλλων αναγκάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη να άρει την άδεια εισόδου και να διατάξει την ομάδα να κατέβει από την Ακρόπολη. Για την άρση της απαγόρευσης εισόδου στην Ακρόπολη, ο Έλγιν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την επιρροή που ασκούσε η ιδιότητά του στον Σουλτάνο. Έτσι, στις 6 Ιουλίου του 1801, ο Χαντ επανέρχεται στην Αθήνα, μαζί με την χαριστική, άτυπη επιστολή, το επονομαζόμενο Φιρμάνι του καϊμακάμη Πασά, Τούρκου αξιωματούχου που αντικαθιστούσε την εποχή εκείνη τον Μέγα Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη. Στην επιχείρηση αυτή, το χειρότερο και από την αρπαγή των αρχαίων ήταν η παντελής καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την απόσπασή τους από τα μνημεία, καθώς και πολλών άλλων αρχιτεκτονικών πλαισίων, στην προσπάθεια των εργατών να αποσπάσουν τις πλάκες της ζωφόρου και τις μετόπες, με τις πρωτόγονες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν. Αρχικώς, ο Χαντ ζήτησε την αφαίρεση μιας από τις καλύτερα διατηρημένες μετόπες του μνημείου, γεγονός που κατέστη εφικτό την 31η Ιουλίου του 1801, με τη βοήθεια ενός ξυλουργού και άλλων πέντε μελών του πληρώματος ενός βρετανικού πλοίου. Στην πορεία θέλησε να προχωρήσει στην αφαίρεση της δεύτερης μετόπης, κατόπιν τρίτης και ούτω καθ’ εξής. Στην τολμηρή, αυτή, κίνηση συναίνεσαν σιωπηρά και οι τουρκικές αρχές στην Αθήνα, μετά από χρηματισμούς, δωροδοκίες και εκβιασμούς. Το συνεργείο του Έλγιν από το σημείο αυτό ξεπέρασε κάθε όριο και, με πυρετώδεις ρυθμούς από το 1801 έως το 1804, όταν τελικά η δράση του Λουσιέρι έπαυσε στην Ακρόπολη, είχε συγκεντρώσει για τον Σκώτο Λόρδο μια τεράστια και μοναδική συλλογή από 56 λίθους της ζωφόρου από τον Παρθενώνα, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετόπες μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο. Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημίες στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος από το σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα.
Ο Ναπολέων, παρότι αρχικώς είχε σκεφθεί μια απόπειρα εισβολής στην Αγγλία, αντ’ αυτού επέλεξε την Αίγυπτο, η οποία τελούσε υπό τουρκική κυριαρχία. Ως εκ τούτου, οι διπλωματικές σχέσεις Γαλλίας Τουρκίας διακόπτονται απότομα και η Αγγλία δράττεται της ευκαιρίας να σταθεί στο πλευρό των Τούρκων.
Εκείνη την περίοδο διορίζεται πρεσβευτής στην Τουρκία, ο Τόμας Μπρους, ο 7ος λόρδος του Έλγιν. Ο λόρδος του Έλγιν είχε εκφράσει θαυμασμό για την ελληνική τέχνη ήδη πριν τον διορισμό του στη θέση του Άγγλου Πρεσβευτή το 1799. Μόλις παντρεύτηκε τη Μέρι Νίσμπετ, της υποσχέθηκε ως δώρο γάμου ένα αρχοντικό σπίτι. Η εκτίμηση που ο ίδιος έτρεφε προς την ελληνική αρχιτεκτονική, η οποία αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού από ολόκληρη την τότε Βρετανία, καθώς και η επιθυμία του να θαμπώσει τα λοιπά μέλη της υψηλής βρετανικής κοινωνίας, συνέβαλαν στο να προσλάβει για την κατασκευή του σπιτιού τον αρχιτέκτονα Τόμας Χάρισον. Ο Χάρισον, έχοντας σπουδάσει ελληνική και ρωμαϊκή τεχνοτροπία, πρότεινε να σχεδιάσει το Broom Hall, όπως θα ονομαζόταν η έπαυλη, σε κλασσικό ελληνικό ύφος. Έτσι, προτείνει στον Έλγιν να δημιουργήσουν αντίγραφα από τα αριστουργήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής που βρίσκονται στην Αθήνα. Με δεδομένο ότι την περίοδο εκείνη είναι δύσκολο να πλησιάσει κανείς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, χρειάστηκαν έξι μήνες για να επιτραπεί η είσοδος στην ομάδα του Έλγιν. Αποτελεσματικότερος τρόπος αποδείχτηκε η δωροδοκία του τότε στρατιωτικού κυβερνήτη ο οποίος χρηματιζόταν με πέντε λίρες για κάθε επίσκεψη. Βεβαίως, η πρακτική της δωροδοκίας δεν θα σταματήσει παρά μόνο με τον απόπλου και του τελευταίου πλοίου φορτωμένου με τα πολύτιμα μάρμαρα που σήμανε και την ολοκλήρωση της αποστολής. Η ομάδα στήνει τις σκαλωσιές, αλλά οι φήμες για στρατιωτική απόβαση των Γάλλων αναγκάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη να άρει την άδεια εισόδου και να διατάξει την ομάδα να κατέβει από την Ακρόπολη. Για την άρση της απαγόρευσης εισόδου στην Ακρόπολη, ο Έλγιν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την επιρροή που ασκούσε η ιδιότητά του στον Σουλτάνο. Έτσι, στις 6 Ιουλίου του 1801, ο Χαντ επανέρχεται στην Αθήνα, μαζί με την χαριστική, άτυπη επιστολή, το επονομαζόμενο Φιρμάνι του καϊμακάμη Πασά, Τούρκου αξιωματούχου που αντικαθιστούσε την εποχή εκείνη τον Μέγα Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη. Στην επιχείρηση αυτή, το χειρότερο και από την αρπαγή των αρχαίων ήταν η παντελής καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την απόσπασή τους από τα μνημεία, καθώς και πολλών άλλων αρχιτεκτονικών πλαισίων, στην προσπάθεια των εργατών να αποσπάσουν τις πλάκες της ζωφόρου και τις μετόπες, με τις πρωτόγονες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν. Αρχικώς, ο Χαντ ζήτησε την αφαίρεση μιας από τις καλύτερα διατηρημένες μετόπες του μνημείου, γεγονός που κατέστη εφικτό την 31η Ιουλίου του 1801, με τη βοήθεια ενός ξυλουργού και άλλων πέντε μελών του πληρώματος ενός βρετανικού πλοίου. Στην πορεία θέλησε να προχωρήσει στην αφαίρεση της δεύτερης μετόπης, κατόπιν τρίτης και ούτω καθ’ εξής. Στην τολμηρή, αυτή, κίνηση συναίνεσαν σιωπηρά και οι τουρκικές αρχές στην Αθήνα, μετά από χρηματισμούς, δωροδοκίες και εκβιασμούς. Το συνεργείο του Έλγιν από το σημείο αυτό ξεπέρασε κάθε όριο και, με πυρετώδεις ρυθμούς από το 1801 έως το 1804, όταν τελικά η δράση του Λουσιέρι έπαυσε στην Ακρόπολη, είχε συγκεντρώσει για τον Σκώτο Λόρδο μια τεράστια και μοναδική συλλογή από 56 λίθους της ζωφόρου από τον Παρθενώνα, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετόπες μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο. Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημίες στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος από το σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα.
Το ταξίδι χωρίς -ακόμη- επιστροφή
Μετά την αφαίρεση των γλυπτών από την Ακρόπολη, τα λάφυρα μεταφέρθηκαν στην οικία του Βρετανού πρόξενου, Σ. Λογοθέτη, μέσα σε ένα ξύλινο καροτσάκι, το οποίο είχε κατασχεθεί από τους Γάλλους. Εκεί συσκευάζονταν σε ξύλινα κιβώτια κι έπειτα μεταφέρονταν στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ανέμεναν τη φόρτωσή τους σε πλοία για την Αγγλία. Κατά την πρώτη αποστολή, το προσωπικό πλοίο του Έλγιν, ο «Μέντωρ» ή «Μέντορας», ναυαγεί στα ανοιχτά των Κυθήρων. Τα γλυπτά του Παρθενώνα, με τα οποία ήταν φορτωμένο, βυθίστηκαν στον πυθμένα της θάλασσας και οι Έλληνες δύτες, με εντολή του Έλγιν, χρειάστηκαν δυο χρόνια για να τα ανασύρουν και να τα διασώσουν. Όταν ο Έλγιν έφτασε στην Αγγλία, αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. Η πρώτη σύζυγός του, η Μέρι Νίσμπετ για την οποία σκόπευε να κατασκευάσει την πολυτελή έπαυλη αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής, τον εγκατέλειψε. Μόλις εγκαθίσταται στην Βρετανία, ο Έλγιν εκθέτει τα λάφυρά του σε πρόχειρες εκθέσεις που διοργανώνει στο Λονδίνο, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν ούτε κατ' ελάχιστον στις απαραίτητες μουσειολογικές προδιαγραφές. Τα γλυπτά στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο, τα παραπήγματα γεμίζουν από επισκέπτες, ενώ ακόμη και αγώνες πυγμαχίας οργανώνονται στον πρώτο εκθεσιακό χώρο! Εμφανώς απογοητευμένος από τις αποτυχημένες εκθέσεις του, ο Έλγιν στρέφεται στην εναλλακτική λύση και αποπειράται να πουλήσει τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο βρετανικό κράτος. Η πρώτη απόπειρα στέφεται από αποτυχία. Βασικότερο αίτιο ήταν η απροθυμία του τότε πρωθυπουργού να εισηγηθεί στο Κοινοβούλιο ποσό μεγαλύτερο των 30.000 λιρών, τη στιγμή που ο Έλγιν ζητούσε περισσότερα από τα διπλά. Εκείνη την εποχή φημολογούνται διάφορα γύρω από την τρόπο με τον οποίο ο λόρδος απέκτησε τη συλλογή. Με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την πώληση της συλλογής του, ο Έλγιν συναντάται με τον πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων Τσαρλς Άμποτ. Λόγω των οικονομικών δυσχερειών, ο λόρδος αναγκάζεται να μετακινήσει τα Μάρμαρα τέσσερις φορές, από έπαυλη σε έπαυλη μέσα στο Λονδίνο, ώσπου, εν τέλει, όντας απελπισμένος, δέχεται την πρόταση της βρετανικής κυβέρνησης για την εξαγορά τους αντί του ποσού των 35.000 λιρών.
Παρά τις νομικές και γλωσσικές αντιφάσεις που περιέχονται στο φιρμάνι, αλλά και τα όσα ακούστηκαν για την κατάχρηση της εξουσίας από τον Έλγιν ως πρεσβευτή στην Πύλη, η αγορά των αρχαιοτήτων αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά. Εν συνεχεία, η Βρετανική Κυβέρνηση μετέφερε τα Μάρμαρα στο Βρετανικό Μουσείο με δαπάνη του Σερ Τζόζεφ Ντουβίν. Ισχυρές ενστάσεις, μάλιστα, διατρανώθηκαν και εκτός του Βρετανικού Κοινοβουλίου, με θερμότερο υποστηρικτή τους τον σπουδαίο φιλέλληνα Λόρδο Βύρωνα. Ο ίδιος θα στιγματίσει την ιεροσυλία του 'Ελγιν με ιστορικά λόγια. «Ακόμα και τα κύματα αρνήθηκαν να γίνουν συνένοχοι της ιεροσυλίας του», εννοώντας το ναυάγιο του πλοίου «Μέντωρ» του 'Ελγιν, που καταποντίστηκε κοντά στα Κύθηρα, ενώ έπλεε για το Λονδίνο φορτωμένο με τα Μάρμαρα.
Τά μάρμαρα στο μουσείο τού Λονδίνου |
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
«Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα, προτού πεθάνω. Εάν, όμως, έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ…», είχε εμφατικά δηλώσει η εκρηκτική, ατόφια Ελληνίδα, Μελίνα Μερκούρη, πρωτοστάτισσα της εκστρατείας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στο «σπίτι» τους, την Ακρόπολη. Μια εκστρατεία που ξεκίνησε το 1982, όταν η τότε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών προέβαλε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών σε Γενική Διάσκεψη της Unesco. Στην πολυθρύλητη ομιλία της στο Oxford Union το 1986, ιστορικό σημείο αναφοράς στη «μάχη» για την επιστροφή των Μαρμάρων, η παθιασμένη Μ. Μερκούρη θα έλεγε: «Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα! Υπάρχουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Όπως υπάρχει ο Δαυίδ του Michael Angelo, ο Μυστικός Δείπνος του Da Vinci, ο Ερμής του Πραξιτέλη[…] Ένας από τους διακεκριμένους καθηγητές σας με συμβούλεψε να εξιστορήσω το πώς πάρθηκαν τα μάρμαρα από την Αθήνα και έφθασαν στις Βρετανικές ακτές. Ισχυρίστηκα ότι αυτό είναι αρκετά γνωστό, αλλά μου είπε ότι ακόμη κι αν υπάρχει έστω κι ένα άτομο που δεν έχει σαφή εικόνα για τα γεγονότα πίσω από την ιστορία των Μαρμάρων του Παρθενώνα, τότε η ιστορία πρέπει να ειπωθεί ξανά και ξανά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου