Από τους σημαντικότερους κωμικούς του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου του 1904. Η σκηνή τον έλκυε από παιδί και το ταλέντο του ήταν πηγαίο.
Ωστόσο, δεν σπούδασε υποκριτική και η πρώτη εμφάνισή του ως ηθοποιός ήταν μάλλον τυχαία. Αφού τελείωσε το σχολείο και απολύθηκε από το στρατό, έπιασε δουλειά στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου ως βοηθός στα σκηνικά. Τα βράδια, μετά την παράσταση, ακολουθούσε τους ηθοποιούς σ’ ένα γειτονικό ταβερνάκι και όταν ερχόταν στο κέφι διασκέδαζε με τα καμώματά του τους θεατρίνους και τους θαμώνες.
Ένα από εκείνα τα βράδια του 1924, τον σπρώξανε ξαφνικά για «πλάκα» και βγήκε στη σκηνή. Στην αρχή τα ’χασε, αμέσως όμως και με το πρώτο γέλιο της πλάκας συνήλθε κι άρχισε να χορεύει, κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του κωμικά, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Ο κόσμος τρελάθηκε στο γέλιο και το χειροκρότημα που για πρώτη φορά εισέπραξε ήταν ενθουσιώδες. Εκείνο το βράδυ, στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου, γεννήθηκε ένας μεγάλος κωμικός.
Ωστόσο, δεν σπούδασε υποκριτική και η πρώτη εμφάνισή του ως ηθοποιός ήταν μάλλον τυχαία. Αφού τελείωσε το σχολείο και απολύθηκε από το στρατό, έπιασε δουλειά στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου ως βοηθός στα σκηνικά. Τα βράδια, μετά την παράσταση, ακολουθούσε τους ηθοποιούς σ’ ένα γειτονικό ταβερνάκι και όταν ερχόταν στο κέφι διασκέδαζε με τα καμώματά του τους θεατρίνους και τους θαμώνες.
Ένα από εκείνα τα βράδια του 1924, τον σπρώξανε ξαφνικά για «πλάκα» και βγήκε στη σκηνή. Στην αρχή τα ’χασε, αμέσως όμως και με το πρώτο γέλιο της πλάκας συνήλθε κι άρχισε να χορεύει, κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του κωμικά, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Ο κόσμος τρελάθηκε στο γέλιο και το χειροκρότημα που για πρώτη φορά εισέπραξε ήταν ενθουσιώδες. Εκείνο το βράδυ, στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου, γεννήθηκε ένας μεγάλος κωμικός.
Το επίσημο ντεμπούτο του έγινε λίγους μήνες αργότερα, με το θίασο της Ελένης Ζαφειρίου, στο έργο «Ερωτικές Γκάφες». Ακολούθησαν πολλές οπερέτες και κωμωδίες έως το 1928, οπότε συγκρότησε δικό του θίασο και ασχολήθηκε με την επιθεώρηση. Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τους Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδηκαι Ρένα Βλαχοπούλου, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», στο έργο του Γ. Γιαννακόπουλου «Κάθε καρυδιάς καρύδι». Την επόμενη χρονιά δημιουργήθηκε η θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης - Γεωργία Βασιλειάδου - Νίκος Ρίζος», που διατηρήθηκε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, έως το 1965, παρουσιάζοντας διάφορες κωμωδίες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία για τους μετανάστες.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1929, στην ταινία «Μαρία η Πενταγιώτισσα» του Αχιλλέα Μαδρά. Ακολούθησαν άλλες ογδόντα, από τις οποίες ξεχωρίζουν «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), «Το Αμαξάκι» (1957), «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 Γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Η Κυρία Δήμαρχος» (1960), «Τέρμα τα Δίφραγκα» (1962), «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962), «Κορόιδο Γαμπρέ» (1962), «Ο Παράς κι ο Φουκαράς» (1964), «Η Σοφερίνα» (1964), «Ησαΐα χόρευε» (1966), «Ο Πεθερόπληκτος» (1968), «Κάθε Κατεργάρης στον Πάγκο του» (1969).
Για τελευταία φορά εμφανίστηκε στην ταινία «Η Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970. Λίγες μέρες αφότου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, στις 10 Μαρτίου, πέθανε από καρδιακή προσβολή.