Τα ολόλευκα ως επί το πλείστον καΐκια, ήταν τύπου βαρκαλά με καθρέφτη στην πρύμη, δηλαδή «παπαδιά» στη ναυτική γλώσσα και μετατρέπονταν από εμπορικά και αλιευτικά σε επιβατικά με την τοποθέτηση ξύλινων πάγκων. Διέθεταν ελαφρύ σκέπαστρο για την προστασία από τον καυτό ήλιο, το μήκος τους κυμαινόταν από 10 μέχρι και 20 μέτρα τα μεγαλύτερα και μπορούσαν να μεταφέρουν 25 ως και 40 επιβάτες τα πιο μεγάλα, που τις δεκαετίες του '60 και του '70 ξεπέρασαν και τους 100 επιβάτες. Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του '20 που ο Βόλος είχε δεχθεί και χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Πότε έγιναν μηχανοκίνητα
Αμέσως μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο και ιδίως στις αρχές του '60, εμφανίστηκαν καινούρια και μεγαλύτερα σκαριά, πάντα ξύλινα, φτιαγμένα στους ταρσανάδες της περιοχής και μάλιστα με ίσιο κατάστρωμα. Τα σκάφη αυτά ήταν πλέον μηχανοκίνητα με πετρελαιοκινητήρες ή βενζινοκινητήρες και ήταν τόσο πρωτοποριακά που χρόνο με τον χρόνο η πελατεία αυξανόταν και τα σκάφη πολλαπλασιάζονταν, αφού η επιβατική κίνηση ήταν μεγάλη. Οι περίφημες «βενζίνες του Βόλου» ξεκινούσαν τα δρομολόγιά τους από τον Μάιο και όσο το επέτρεπε ο καιρός και ο Παγασητικός διατηρούσε τις μπουνάτσες του, τα δρομολόγια συνεχίζονταν και ως τα τέλη Σεπτεμβρίου ή τις αρχές Οκτωβρίου. Οι πιο κύριες και σημαντικές γραμμές ήταν δύο και συνέδεαν τον Βόλο με τα Πευκάκια και τις Αλυκές, αλλά κατά καιρούς δεν υπήρχε παραλία που να μη συνδέεται με το λιμάνι του Βόλου και έτσι τα πανέμορφα αυτά σκαριά έφταναν στον Άναυρο, στην Αγριά, στο Σουτραλί και στα Πλατανίδια ακολουθώντας τη γραμμή του αστικού τραμ και του τρένου του Πηλίου που τα μεταπολεμικά χρόνια αποτελούσαν το κύριο μεταφορικό μέσο στην πόλη του Βόλου.
Δρομολόγια προς Πευκάκια και Αλυκές
Οι «βενζίνες» όπως τις αποκαλούσαν όλοι, άρχισαν τα κινούνται το καλοκαίρι του 1920 προς τα Πευκάκια, απέναντι δηλαδή από το λιμάνι επειδή την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή το 1919 άρχισε να λειτουργεί στον πευκόφυτο λόφο το εξοχικό κέντρο «Τα ωραία Πευκάκια» του Κυρίτση, και έσπευδαν οι Βολιώτες να απολαύσουν τη δροσιά της θάλασσας και των πεύκων. Προς τα Πευκάκια πήγαιναν τα μικρότερα σκάφη και τα συνεχή δρομολόγια διατηρήθηκαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν στήθηκε στην περιοχή το εμβληματικό μέχρι και σήμερα «Μπούρτζι», αγαπημένο στέκι των νεολαίων της εποχής.
Η ακόμη πιο σημαντική σύνδεση ήταν εκείνη με τις Αλυκές, προάστιο του Βόλου, που εκείνη την εποχή φάνταζε ως μακρινό και δυσπρόσιτο. Το 1928 όμως, που ο επιχειρηματίας Δημήτρης Θεοδώρου, νοίκιασε από το Δημόσιο μία παραλία και την μετέτρεψε σε κοσμική πλαζ υπό την ονομασία «Πλαζ Λουτρών Αλυκών» η κίνηση της γραμμής εκτοξεύθηκε στα ύψη και από το 1930 η ανάπτυξη της περιοχής ήταν ραγδαία. Από το 1930 ως τα μέσα του '80, λειτούργησαν 50 «βενζίνες» στον Βόλο.
Νυχτερινά δρομολόγια για να δουν κορυφαία ονόματα του λαϊκού τραγουδιού
Η κίνηση πλέον ήταν τόσο μεγάλη που άρχισαν να εκτελούνται και νυχτερινά δρομολόγια από το 1955 ως το 1965, όταν τα κέντρα των Αλυκών εμφανίζονταν κορυφαία ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, που έρχονταν στον Βόλο από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και το γλέντι συνεχιζόταν «μέχρι πρωίας».
Εκείνα τα χρόνια γράφτηκαν πολλά τραγούδια για τα γλέντια που γίνονταν στις Αλυκές με αποκορύφωμα το τραγούδι «Βολιώτισσα» (Στου Βόλου τις ακρογιαλιές) που έγραψε ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, συνέθεσε ο Βαγγέλης Μπαλλής, ερμήνευσε η σπουδαία τραγουδίστρια Ανθούλα Αλιφραγκή και αποτέλεσε πραγματικό ύμνο για τους γλεντζέδες της εποχής.
Στου Βόλου τις ακρογιαλιές, σε μαγεμένα βράδια
κοντά σου πρωτογνώρισα του έρωτα τα χάδια
Βολιώτισσα τα μάτια σου λάμπανε σαν πετράδια
Νύχτες γλυκές στις Αλυκές και στου Μπακονικόλα
μέσ' στα στολίδια έλαμπες σαν να 'σουνα Σπανιόλα
κι ενώ ακούγαμε πενιές με φίλαγες μαργιόλα.
Πολλές φορές στο Σουτραλί και άλλες στα Πευκάκια
πότε στου Σώτου ή στου Θωμά σειρά τα ποτηράκια,
μαζί μας έβρισκε η αυγή, στου Βόλου τα σοκάκια.
Στα Πλατανίδια εκδρομές, στην Αγριά γλεντάκια
Βολιώτισσα δε χόρτασα, τα δυο σου τα χειλάκια.
Η αρχή του τέλους για τις «βενζίνες»
Οι Βολιώτες προτιμούσαν πλέον είτε τα αστικά λεωφορεία, είτε τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα για να μετακινηθούν και η σταδιακή μείωση του επιβατικού κοινού οδήγησε ώστε το 1980 να έχουν απομείνει μόνο 4 «βενζίνες» και τελικά, στην οριστική διακοπή των δρομολογίων το καλοκαίρι του 1987 μόνο δύο. Ο Δήμος Βόλου το 1993 μερίμνησε και αγόρασε την τελευταία «βενζίνα», την «Έλλη», που είχε απομείνει στο λιμάνι κι προσπάθησε για ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους, αλλά και για τις αναμνήσεις, την αναβίωση της γραμμής των Βόλου-Αλυκών, δεν βρήκε ανταπόκριση όμως η προσπάθεια και η ιστορία έμεινε μόνο ως ανάμνηση για τους παλιούς και ως φωτογραφίες για τους νεότερους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου