ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ...
Σύμφωνα με όλα τα σενάρια που διατυπώνει η έρευνα, ο πληθυσμός της Ελλάδας στο μέλλον θα μειωθεί σημαντικά
Το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια (σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο) και τα 8,3 εκατομμύρια (στο πιο απαισιόδοξο).
Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από περίπου 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Ο πληθυσμός της χώρας γερνάει. Η διάμεση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951, και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί κατά 5-8 έτη.
Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκ. σήμερα σε 1,4 εκ. (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκ. (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050, αφού πρώτα όμως πρώτα προηγηθεί μια έντονη διακύμανση τις δεκαετίες που θα μεσολαβήσουν.
Ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν) θα μειωθεί από 7 εκ. το 2015 σε 4,8-5,5 εκ.
Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκ. το 2015 σε 3-3,7 εκ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τρεις είναι οι παράγοντες (δημογραφικές συνιστώσες) που επηρεάζουν τη μεταβολή του πληθυσμού: οι γεννήσεις, οι θάνατοι και η μετανάστευση. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, ο πληθυσμός εξαρτάται από δύο ισοζύγια: Το φυσικό (γεννήσεις-θάνατοι) και το μεταναστευτικό (είσοδοι-έξοδοι). Στο παρελθόν οι αυξομειώσεις σε αυτά τα ισοζύγια επηρέασαν τον πληθυσμό της χώρας μας και τη σύστασή του με τρόπους που έχουν αποτυπωθεί σε πολλές μελέτες.
Από το 2011 η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή μεταπολεμικά. Το φυσικό ισοζύγιο πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), αλλά και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, παρά την προσφυγική κρίση, είναι κι αυτό αρνητικό καθώς πολλοί Έλληνες φεύγουν από τη χώρα αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.
Αντίθετα με ό,τι δείχνει ο συγχρονικός δείκτης γονιμότητας, από το 1935 και μέχρι το 1975, καμία ελληνική γενιά δεν αναπληρώθηκε. Από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μεταπολεμικά δεν υπήρξε “baby boom” στην Ελλάδα, όπως συνέβη σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο μέσα σε αυτό το διάστημα αυξήθηκε κατά 8 χρόνια για τους άντρες και κατά 10 χρόνια για τις γυναίκες.
Από την αρχή της περιόδου που εξετάζουμε (και για την οποία υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία), δηλαδή από το 1951, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο θετικό φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή στο ότι υπήρχαν πολύ περισσότερες γεννήσεις από ό,τι θάνατοι. Το 1951, για παράδειγμα, είχαμε 155.422 γεννήσεις, και μόνο 57.508 θανάτους. Η μεγάλη διαφορά υπερκάλυπτε το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο εκείνης της περιόδου, όταν περί τους 27.000 Έλληνες μετανάστευαν σε άλλες χώρες κάθε χρόνο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όμως, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ διατηρήθηκε ο υψηλός αριθμός των γεννήσεων, αναστράφηκε και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστες επέστρεψαν στη χώρα. Τη δεκαετία του ’90 και ώς το τέλος της επόμενης δεκαετίας, η αύξηση του πληθυσμού άλλαξε και πάλι χαρακτήρα. Το φυσικό ισοζύγιο σχεδόν εκμηδενίστηκε, καθώς οι γεννήσεις μειώθηκαν πολύ, ενώ η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, κυρίως από τους βόρειους γείτονές της. Τη δεκαετία 1991-2001, για παράδειγμα το φυσικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά μόλις 20.536 άτομα, ενώ η συνολική αύξηση του μόνιμου πληθυσμού έφτασε τα 563.298.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου