Ο Πάμπλο Νερούδα, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ρικάρντο Νεφταλί Ελιέθερ Ρέγιες Μποσοάλτο, γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904 στην πόλη Παράλ της Χιλής. Λίγο μετά τη γέννησή του, πεθαίνει η μητέρα του Ρόσα και ο πατέρας του Χοσέ, εργάτης των σιδηροδρόμων, μετακομίζει στην πόλη Τεμούκο όπου ξαναπαντρεύεται.
Το όνομα «Πάμπλο Νερούδα», προς τιμήν του Τσέχου ποιητή Γιαν Νερούντα, αποτελεί το φιλολογικό ψευδώνυμο του από την ηλικία των 20, όνομα το οποίο αργότερα νομιμοποιεί. Από τα δέκα του γράφει ποιήματα και στα δεκαπέντε δημοσιεύει μάλιστα στίχους στο τοπικό περιοδικό «La Mañana». Το 1919 αποσπά το τρίτο βραβείο για το ποίημά του «Nocturno ideal». Το 1921 ξεκινάει σπουδές παιδαγωγικής και γαλλικών στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, στην πρωτεύουσα Σαντιάγο. Κερδίζει το πρώτο βραβείο για το ποίημά του «La canción de fiesta» που αργότερα δημοσιεύεται. Το 1923 δημοσιεύει το «Crepusculario», έργο που αναγνωρίζεται από λογοτέχνες όπως τον Αλόνε, τον Ραούλ Σίλβα Κάστρο και Πέδρο Πράδο. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται το έργο του «Veinte poemas de amor y una canción desesperada», έργο που χαρακτηρίζεται από τα καλύτερά του. Το νέο φαινόμενο της λατινοαμερικανικής ποίησης γίνεται αμέσως εμφανές στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Το όνομα «Πάμπλο Νερούδα», προς τιμήν του Τσέχου ποιητή Γιαν Νερούντα, αποτελεί το φιλολογικό ψευδώνυμο του από την ηλικία των 20, όνομα το οποίο αργότερα νομιμοποιεί. Από τα δέκα του γράφει ποιήματα και στα δεκαπέντε δημοσιεύει μάλιστα στίχους στο τοπικό περιοδικό «La Mañana». Το 1919 αποσπά το τρίτο βραβείο για το ποίημά του «Nocturno ideal». Το 1921 ξεκινάει σπουδές παιδαγωγικής και γαλλικών στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, στην πρωτεύουσα Σαντιάγο. Κερδίζει το πρώτο βραβείο για το ποίημά του «La canción de fiesta» που αργότερα δημοσιεύεται. Το 1923 δημοσιεύει το «Crepusculario», έργο που αναγνωρίζεται από λογοτέχνες όπως τον Αλόνε, τον Ραούλ Σίλβα Κάστρο και Πέδρο Πράδο. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται το έργο του «Veinte poemas de amor y una canción desesperada», έργο που χαρακτηρίζεται από τα καλύτερά του. Το νέο φαινόμενο της λατινοαμερικανικής ποίησης γίνεται αμέσως εμφανές στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Μεταξύ 20 και 25 ετών, ο ποιητής ολοκληρώνει έξι ακόμα έργα που αποκαλύπτουν τις υπαρξιακές του ανησυχίες αλλά και την ιδιαίτερη παραγωγικότητά του. Το 1927, σε ηλικία 23 ετών ξεκινάει η διπλωματική του καριέρα. Ως διπλωματικός σύμβουλος ταξιδεύει στη Βιρμανία, το Μπουένος Άιρες, τη Βαρκελώνη, την Κευλάνη, τη Μαδρίτη, την Ιάβα. Στην Ιάβα γνώρισε και παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, με την οποία χώρισε μετά από έξι χρόνια, κατά τη θητεία του στην Ισπανία. Εκεί, γνωρίζει την μετέπειτα σύζυγό του Αργεντίνα, Ντέλια ντελ Καρρίλ.
Οι εμπειρίες του από τα ταξίδια του, τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία βλέπει και τα μαρτύρια του λαού που στενάζει σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την δολοφονία του φίλου του και επίσης ποιητή, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του προκαλούν βαθιά αγανάκτηση και στις αρχές της δεκαετίας του 1940 μπαίνει στο κομουνιστικό κόμμα. Το 1945, ο Πάμπλο Νερούδα λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τα έργα του γίνονται ολοένα και πιο πολιτικά, με αποκορύφωμα το «Canto General». Με την απαγόρευση του κομουνισμού στη Χιλή, ο Νερούντα πλέον καταζητείται. Για μήνες κρύβεται στην ίδια του τη χώρα, ώσπου καταφέρνει να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Στην εξορία γνώρισε την Ματίλντε Ουρούτιε, τη Χιλιανή τραγουδίστρια που θα αποτελέσει τη «μούσα» του έως το τέλος της ζωής του.
To 1953 ο Νερούντα παραλαμβάνει το βραβείο Στάλιν. Είναι ακόμα πιστός στο κόμμα, αλλά σύντομα, μετά τις αποκαλύψεις για τα εγκλήματα του καθεστώτος του Στάλιν από τον Χρούστσεφ, η πίστη του δέχεται ισχυρό πλήγμα που αποτυπώνεται στη συλλογή του «Εxtravagario» του 1958. Εγκαθίσταται μόνιμα στην Isla Negra αλλά συνεχίζει τα ταξίδια σε ολόκληρο τον κόσμο. Με την εκλογή του Σαλβαδόρ Αλιέντε ως πρόεδρο της Χιλής, ο Νερούδα διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι (1970-1972). Το 1971, ένα χρόνο μετά την τιμητική διάκριση του Έλληνα ποιητή Γιώργου Σεφέρη , η Σουηδική Ακαδημία απονέμει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Χιλιανό Πάμπλο Νερούντα, που ήδη πάσχει από καρκίνο. Τάσσεται υπέρ του Αλιέντε και στηρίζει την προεκλογική του εκστρατεία.
Ωστόσο, στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αλιέντε και των συνεργατών του, ο Νερούδα αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο. Το καθεστώς του Αγκούστο Πινοσέτ απαγορεύει να γίνει η κηδεία του ποιητή δημόσιο γεγονός. Ωστόσο, δεκάδες χιλιάδες κόσμου συρρέουν στην πρωτεύουσα της χώρας για να συνοδεύσουν τον αγαπημένο ποιητή στην τελευταία του κατοικία και, αναπόφευκτα, η κηδεία του Νερούδα γίνεται η πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Τα έργα του παρέμειναν απαγορευμένα στη Χιλή μέχρι και το 1990.
Ο ίδιος είπε για το έργο του και την ποίηση: «Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».
Κατά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ο Πάμπλο Νερούδα υπήρξε «ο σπουδαιότερος ποιητής του 20ου αιώνα». Τα έργα του είναι τα πιο πολυδιαβασμένα έργα ισπανόφωνου δημιουργού