Τον Νοέμβριο του 2015, ο θάνατος του Τζαμάρ Κλαρκ από πυρά αστυνομικών της Μινεάπολης πυροδότησε μια συζήτηση για φυλετική και οικονομική ανισότητα που αποτέλεσε πρόκληση για την προοδευτική εικόνα της πόλης, ενώ οδήγησε τους επικεφαλής των τοπικών επιχειρήσεων να στηρίξουν τις προσπάθειες για ορθότερο επιμερισμό στα οφέλη που απολάμβανε μια ευημερούσα μεσοδυτική Πολιτεία.
Πέντε χρόνια αργότερα, η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ άνοιξε και πάλι αυτές τις πληγές και ενίσχυσε μια αυξανόμενη πανεθνικά ανησυχία.
Τα τελευταία λίγα χρόνια οικονομικής ανάπτυξης υπήρξαν κέρδη για τις οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, αλλά η όποια ελπίδα για διαρκή μείωση του οικονομικού χάσματος ίσως βραχυκύκλωσε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και του επακόλουθου οικονομικού κραχ που επηρέασε ιδιαίτερα τις μειονότητες.
Ο θάνατος του Φλόιντ υπό αστυνομική κράτηση στη Μινεάπολη την περασμένη εβδομάδα ίσως αποτέλεσε τον καταλύτη για την οργή που ξέσπασε και πυροδότησε διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, αλλά ουσιαστικά ήταν το τρίτο σημαντικό σοκ που πλήττει τις ΗΠΑ μέσα σε τρεις μήνες, δήλωσε η Τουάνα Μπλακ, διευθύνουσα σύμβουλος του Center for Economic Inclusion (CEI) της Μινεσότα, μιας ομάδας η οποία γεννήθηκε μέσα από αυτές τις επιχειρηματικές δεσμεύσεις που εξαγγέλθηκαν πριν από πέντε χρόνια. Πριν από την πρόσφατη αύξηση της ανεργίας, «είδαμε το χάσμα στην απασχόληση να κλείνει με ταχείς ρυθμούς» ανέφερε η Μπλακ. Όμως «συνδέεις τους ανθρώπους με χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και τώρα τους εκτοπίζεις… Ελπίζω να μη δώσουμε μόνο λύση στην ποινική δικαιοσύνη, αλλά και σε ό,τι χρειάζεται για να έχουμε οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη».
Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι περίπλοκο. Η ένταση για τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία αντιμετωπίζει τους Αφροαμερικανούς υποβόσκει σε καλές και κακές οικονομικά περιόδους. Ωστόσο για την οικονομία, η πορεία της πανδημίας και ο οικονομικός αντίκτυπος τονίζουν πόσο λίγα έχουν αλλάξει σε μια δεκαετία ανάπτυξης, που φάνηκε να προσφέρει τουλάχιστον την πιθανότητα προόδου σε ό,τι αφορά τη μείωση των φυλετικών οικονομικών διακρίσεων.
Το μέσο οικογενειακό εισόδημα άρχισε επιτέλους να αυξάνεται το 2015, αλλά το μέσο οικογενειακό εισόδημα για τους μαύρους παραμένει στο 61% εκείνου των λευκών. Στη Μινεάπολη είναι ακόμα χαμηλότερο, περίπου στο 44%. Η άνθηση της χρηματιστηριακής αγοράς κατά την περίοδο 2009-2020 και η αύξηση της αξίας των ακινήτων δεν κατάφεραν να βελτιώσουν τον συνολικό πλούτο των Αφροαμερικανών, που αντιστοιχούν περίπου στο 13% του αμερικανικού πληθυσμού, αλλά μόνο στο 4,2% της καθαρής αξίας των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed).
Το ποσοστό αυτό ήταν 3,8% το 1989. Για τους ισπανόφωνους, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, με πάνω από το 18% του πληθυσμού των ΗΠΑ να έχουν μόλις το 31% του πλούτου των νοικοκυριών.
Καμία πρόοδος
Και οι δύο αυτές ομάδες έχουν υποστεί τεράστιο πλήγμα από τις απολύσεις τις οποίες προκάλεσε η αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων, που στόχο είχε να ανακόψει την εξάπλωση του κορωνοϊού και το κραχ στη ζήτηση μεταξύ των καταναλωτών που έμειναν κλεισμένοι στο σπίτι τους.
Σύμφωνα με στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο, η απασχόληση στους ισπανόφωνους μειώθηκε περισσότερο από 25%. Για τους μαύρους, το ποσοστό ήταν 17,6%, πιο μέτριο και πάλι υψηλότερο από το 15,5% για τους λευκούς.
Αυτό εντάσσεται στην πρακτική του να απολύονται πρώτοι οι εργαζόμενοι με λιγότερο χρόνο εργασίας συγκριτικά με τους παλαιότερους, που είναι γνώριμη στους εργατολόγους και τους οικονομολόγους και θεωρείται ένας από τους λόγους για την έλλειψη προόδου στη μείωση του χάσματος πλούτου και εισοδήματος.
Σε αυτή την περίπτωση, οφείλεται επίσης στη μονομέρεια του οικονομικού σοκ του κορωνοϊού που έπληξε περισσότερο τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, την εστίαση και τη φιλοξενία, όπου οι μειονότητες αποτελούν μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού. Το σοκ στη Μινεσότα δεν ήταν διαφορετικό σε σχέση με περιοχές στον Βαθύ Αμερικανικό Νότο, σύμφωνα με σύγκριση που έκανε το Reuters σε στοιχεία των ομοσπονδιακών υπηρεσιών για την απασχόληση σε φυλετική βάση παράλληλα με δημογραφικές πληροφορίες για αιτούντες επίδομα ανεργίας, που υποβλήθηκαν από την Πολιτεία τον Απρίλιο.
Οι Αφροαμερικανοί αντιστοιχούν περίπου στο 57% του απασχολούμενου πληθυσμού στη Μινεσότα το 2019, αλλά πάνω από το 8% αυτών υπέβαλαν αίτηση για επίδομα ανεργίας τον Απρίλιο.
Αν και ακόμη συνεχίζουν να κυριαρχούν οι λευκοί, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού γύρω από τη Μινεάπολη, τη μεγαλύτερη πόλη στην Πολιτεία της Μινεσότα, έχουν αλλάξει με ταχείς ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, είναι πλέον πιο ανοιχτή σε πρόσφυγες από τη Σομαλία. Η πόλη είναι σήμερα κατά 20% περίπου μαύρη και κατά 10% ισπανόφωνη.
Οι μη αστικές περιοχές της Μινεάπολης ψήφισαν σε μεγάλο ποσοστό υπέρ του Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ το 2016, αλλά η Πολιτεία συνολικά τάχθηκε υπέρ της Δημοκρατικής Χίλαρι Κλίντον λόγω της ισχυρής στήριξης στην περιοχή της ίδιας της Μινεάπολης.
Η πόλη που επίσης φιλοξενεί μια σειρά μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, που είναι γνωστές για το ότι προωθούν την κοινωνία των πολιτών και στηρίζουν προσπάθειες, σαν αυτές στις οποίες πρωτοστατεί η Τουάνα Μπλακ του CEI. Το ερώτημα είναι εάν ο εκτοπισμός που προκάλεσε ο κορωνοϊός, η αύξηση της ανεργίας και ο θάνατος του Φλόιντ θα οδηγήσουν σε αλλαγές που θα κρατήσουν. Αυτές οι επιχειρήσεις θα έχουν σημαντικό ρόλο στο να καθοριστεί ο ρυθμός οικονομικής ανάκαμψης, αλλά και η φύση των θέσεων εργασίας που θα είναι διαθέσιμες στην οικονομία που θα προκύψει.
Αφού η τελευταία ανάκαμψη έκανε τόσο λίγα για να αλλάξει τη δυναμική πλούτου και εισοδημάτων και ο κορωνοϊός κατέδειξε το χάσμα μεταξύ των εργαζομένων που επλήγησαν από την κρίση και αυτών που δεν επηρεάστηκαν, η Μπλακ δήλωσε ότι είναι ώρα να σκεφτεί κανείς τη φύση της αγοράς εργασίας που θα προκύψει από δω και πέρα.
Πολλές από τις θέσεις εργασίας «δεν θα επιστρέψουν. Εκπαιδεύουμε τους ανθρώπους για τεχνολογικές θέσεις εργασίας; Για θέσεις εργασίας που δεν επηρεάζονται από την εξέλιξη του αυτοματισμού;» είπε. Την τελευταία δεκαετία «δεν σημειώσαμε καμία πρόοδο».