Από το τιμόνι της ΑΓΕΤ Ηρακλής πέρασαν μορφές της ελληνικής βιομηχανίας, ενώ βρέθηκε στο επίκεντρο δικαστικών διενέξεων και έντονης πολιτικής διαμάχης.
Κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη της εταιρείας κατά τα πρώτα χρόνια είχε ο επί τρεις περιόδους πρόεδρος του ΣΕΒΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών), πολιτικός και υπουργός Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Ο Χατζηκυριάκος, μέλος του περίφημου «κύκλου της Ζυρίχης» που συνέβαλλε τα μέγιστα στη δημιουργία σειράς ιστορικών βιομηχανιών στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αφού συμμετείχε στην ίδρυση της ανταγωνιστικής τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ, το 1910 αποχώρησε από την τελευταία για να οργανώσει το νέο εργοστάσιο τσιμέντων Aslan στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας. Το 1917 πέρασε στην ιδιοκτησία του η Ανώνυμος Γενικής Εταιρεία Τσιμέντων (ΑΓΕΤ) «Ηρακλής» και παρέμεινε στη διοίκησή της για πολλά χρόνια.
Η ΑΓΕΤ είχε ιδρυθεί το 1911 από τους επιχειρηματίες Ζαμάνο και Δ. Ζαβογιάννη οι οποίοι δημιούργησαν εργοστάσιο στη Δραπετσώνα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1913. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος εμφανίστηκε ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να σώσει την εταιρεία η οποία βούλιαζε με συνεχή μείωση πωλήσεων και στις 26 Δεκεμβρίου του 1917 πέρασε στον έλεγχό του.
Το 1928 ο επιχειρηματίας αγοράζει μια ακόμα προβληματική εταιρεία, το εργοστάσιο τσιμέντων «Ο Ολυμπος» που βρίσκονταν επίσης προ της χρεοκοπίας. Ο Χατζηκυριάκος, γόνος πλούσιας οικογένειας με ναυτική παράδοση από τη Σύρο, θεωρείται από τους «πρωταρχικούς συντελεστές της βιομηχανικής ανάπτυξης» στην Ελλάδα. Διετέλεσε βουλευτής Ψαρών, γερουσιαστής και δύο φορές υπουργός Εθνικής Οικονομίας (1922 – 1924 και 1936 – 1937).
Από το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης προέρχονταν και ο πολιτικός μηχανικός και βιομήχανος Αλέξανδρος Τσάτσος, γαμπρός του Α. Χατζηκυριάκου, ο οποίος αφού εργάστηκε στα υδραυλικά έργα του Στρυμόνα και σε άλλα δημόσια έργα, το 1935 ανέλαβε επιτελική θέση στην τεχνική εταιρεία "Εργα Θαλάσσης" και από το 1939 κατείχε επιτελικές θέσεις στην ΑΓΕΤ. Επί 20ετίας ήταν εντεταλμένος σύμβουλος και διευθύνων σύμβουλος και από το 1959 μέχρι το 1983 ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. της τσιμεντοβιομηχανίας. Η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ πρωταγωνίστησε και στις διεθνείς αγορές, αφού ήδη από τη δεκαετία του 1960 αναδείχθηκε σε πρώτη εξαγωγική τσιμεντοβιομηχανία στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια πριν την κρατικοποίηση της ΑΓΕΤ στο τιμόνι της εταιρείας βρίσκονταν ο γιος του Γεώργιος Α. Τσάτσος. Ο Αλέξανδρος Τσάτσος, ήταν αυτός που είχε δηλώσει το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, "δεν κάνομε πολιτικήν εμείς. Κάνομε βιομηχανίαν. Θα συνεχίσωμεν λοιπόν, να ακολουθώμεν τον δρόμον αυτόν της δημιουργίας". Ομως, το 1983 η οικογένεια Τσάτσου απομακρύνεται από τη διοίκηση της ΑΓΕΤ και παραπέμπεται σε δίκη (στη συνέχεια απηλλάγη των κατηγοριών). Πριν ο όμιλος της ΑΓΕΤ περάσει στον περίφημο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ο Γεώργιος Τσάτσος είχε προλάβει να δημιουργήσει ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου στο Μηλάκι Ευβοίας (οι δύο ιστορικές μονάδες της εταιρείας βρίσκονταν στη Δραπετσώνα και στο Βόλο).
Κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη της εταιρείας κατά τα πρώτα χρόνια είχε ο επί τρεις περιόδους πρόεδρος του ΣΕΒΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών), πολιτικός και υπουργός Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Ο Χατζηκυριάκος, μέλος του περίφημου «κύκλου της Ζυρίχης» που συνέβαλλε τα μέγιστα στη δημιουργία σειράς ιστορικών βιομηχανιών στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αφού συμμετείχε στην ίδρυση της ανταγωνιστικής τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ, το 1910 αποχώρησε από την τελευταία για να οργανώσει το νέο εργοστάσιο τσιμέντων Aslan στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας. Το 1917 πέρασε στην ιδιοκτησία του η Ανώνυμος Γενικής Εταιρεία Τσιμέντων (ΑΓΕΤ) «Ηρακλής» και παρέμεινε στη διοίκησή της για πολλά χρόνια.
Η ΑΓΕΤ είχε ιδρυθεί το 1911 από τους επιχειρηματίες Ζαμάνο και Δ. Ζαβογιάννη οι οποίοι δημιούργησαν εργοστάσιο στη Δραπετσώνα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1913. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος εμφανίστηκε ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να σώσει την εταιρεία η οποία βούλιαζε με συνεχή μείωση πωλήσεων και στις 26 Δεκεμβρίου του 1917 πέρασε στον έλεγχό του.
Το 1928 ο επιχειρηματίας αγοράζει μια ακόμα προβληματική εταιρεία, το εργοστάσιο τσιμέντων «Ο Ολυμπος» που βρίσκονταν επίσης προ της χρεοκοπίας. Ο Χατζηκυριάκος, γόνος πλούσιας οικογένειας με ναυτική παράδοση από τη Σύρο, θεωρείται από τους «πρωταρχικούς συντελεστές της βιομηχανικής ανάπτυξης» στην Ελλάδα. Διετέλεσε βουλευτής Ψαρών, γερουσιαστής και δύο φορές υπουργός Εθνικής Οικονομίας (1922 – 1924 και 1936 – 1937).
Από το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης προέρχονταν και ο πολιτικός μηχανικός και βιομήχανος Αλέξανδρος Τσάτσος, γαμπρός του Α. Χατζηκυριάκου, ο οποίος αφού εργάστηκε στα υδραυλικά έργα του Στρυμόνα και σε άλλα δημόσια έργα, το 1935 ανέλαβε επιτελική θέση στην τεχνική εταιρεία "Εργα Θαλάσσης" και από το 1939 κατείχε επιτελικές θέσεις στην ΑΓΕΤ. Επί 20ετίας ήταν εντεταλμένος σύμβουλος και διευθύνων σύμβουλος και από το 1959 μέχρι το 1983 ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. της τσιμεντοβιομηχανίας. Η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ πρωταγωνίστησε και στις διεθνείς αγορές, αφού ήδη από τη δεκαετία του 1960 αναδείχθηκε σε πρώτη εξαγωγική τσιμεντοβιομηχανία στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια πριν την κρατικοποίηση της ΑΓΕΤ στο τιμόνι της εταιρείας βρίσκονταν ο γιος του Γεώργιος Α. Τσάτσος. Ο Αλέξανδρος Τσάτσος, ήταν αυτός που είχε δηλώσει το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, "δεν κάνομε πολιτικήν εμείς. Κάνομε βιομηχανίαν. Θα συνεχίσωμεν λοιπόν, να ακολουθώμεν τον δρόμον αυτόν της δημιουργίας". Ομως, το 1983 η οικογένεια Τσάτσου απομακρύνεται από τη διοίκηση της ΑΓΕΤ και παραπέμπεται σε δίκη (στη συνέχεια απηλλάγη των κατηγοριών). Πριν ο όμιλος της ΑΓΕΤ περάσει στον περίφημο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ο Γεώργιος Τσάτσος είχε προλάβει να δημιουργήσει ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου στο Μηλάκι Ευβοίας (οι δύο ιστορικές μονάδες της εταιρείας βρίσκονταν στη Δραπετσώνα και στο Βόλο).
Την εποχή εκείνη η οικογένεια Τσάτσου υποστήριζε πως δέχεται "μαφιόζικη επίθεση του ΠΑΣΟΚ" την ίδια στιγμή που η φιλοκυβερνητική "Αυριανή" πανηγύριζε για την κρατικοποίηση γιατί θεωρούσε πως αποδεικνύει τη βούληση της κυβέρνηση να «ξηλώσει τα παλιά τζάκια». Το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε μήνυση εναντίον του Αλέξανδρου Τσάτσου και των υιών του για απάτες σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας. Μάλιστα ο τότε υπουργός Οικονομικών Γεράσιμος Αρσένης είχε δηλώσει πως «οι Τσάτσοι θα περάσουν τις γιορτές στην φυλακή». Ο εισαγγελέας έκανε απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά το τελευταίο εξέδωσε παραπεμπτικό βούλευμα διατάζοντας την απαγόρευση εξόδου από την χώρα, αλλά οι Τσάτσοι είχαν ήδη αναχωρήσει. Λίγα χρόνια αργότερα, η μεταβίβαση της ιστορικής τσιμεντοβιομηχανίας στον ιταλικό όμιλο Calcestruzzi, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, απασχόλησε επί χρόνια τον ελληνικό Τύπο. To 1994 η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη δολοφόνησε τον πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Μιχάλη Βρανόπουλο. Στη προκήρυξη οι τρομοκράτες υποστήριζαν πως είναι "υπεύθυνος για το σκάνδαλο της ΑΓΕΤ Ηρακλής". Οι Ιταλοί, που είχαν αποκτήσει και τα υπό χρεοκοπία Τσιμέντα Χαλκίδος, έβγαλαν πάλι στο σφυρί την ΑΓΕΤ τον Οκτώβριο του 1999. Λίγους μήνες μετά η βρετανική Blue Circle (που τελικά αποκτήθηκε από τη γαλλική Lafarge) επικράτησε στο σχετικό πλειστηριασμό με αντίπαλο ομάδα Ελλήνων επιχειρηματιών υπό τον όμιλο ΑΚΤΩΡ του Γ. Μπόμπολα. Ηταν η πρώτη μεγάλη ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα και είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. Οι Γάλλοι συνέδεσαν το όνομά τους με το οριστικό κλείσιμο των Τσιμέντων Χαλκίδας, με αποτέλεσμα να συμβάλουν στην περαιτέρω εκτίναξη της ανεργίας στην ήδη προβληματική περιοχή της Εύβοιας. Πέρασαν τα χρόνια, ο Αβραμόπουλος έγινε αρχηγός κόμματος, ο Μητσοτάκης φώναζε ότι τον έριξε η … διαπλοκή και η ιταλική αστυνομία συνέλαβε κάποια στιγμή τέσσερα διευθυντικά στελέχη της Καλτσεστρούτσι με την κατηγορία ότι ήταν στην υπηρεσία της Κόζα Νόστρα». Ο έλεγχος που ασκούσε η μαφία στην Καλτσεστρούτσι ήρθε στο φως με σειρά δικαστικών ερευνών. Σημασία για την Ελλάδα έχει ότι το ξεπούλημα της ΑΓΕΤ αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για την εθνική οικονομία. Η κυβέρνηση ισχυριζόταν τότε ότι η επιλογή των Ιταλών έγινε με στόχο η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία να μην καταλήξει στους βασικούς ανταγωνιστές της, που τότε ήταν η γαλλική Lafarge και ισχυρές βιομηχανίες από τη Βόρεια Αμερική. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ιταλικός όμιλος κατέρρεε οικονομικά και έβαλε πωλητήριο στην ΑΓΕΤ, η οποία εξαγοράστηκε από την κοινοπραξία Blue Circle, η οποία λίγο αργότερα πουλήθηκε στη γαλλική Lafarge. Έτσι, την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία «ρούφηξε» ο βασικός ανταγωνιστής της και σήμερα αποτελεί μία μικρή θυγατρική του γαλλικού ομίλου, με συρρικνωμένη την παραγωγή και λειτουργώντας περισσότερο ως εμπορικό υποκατάστημα… Μάλιστα, ο όμιλος μετονομάζεται σταδιακά και παίρνει το όνομα της “μητρικής”, για να σβήσουν οριστικά οι μνήμες από την άλλοτε κραταιά τσιμεντοβιομηχανία». Η διοίκηση του νέου ομίλου αποφάσισε να βγάλει από το ταμπλό του Χ.Α. την ΑΓΕΤ Ηρακλής. Οι μετοχές της διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο από τον Ιούνιο του 1919.
Ο Στέφανος Μάνος πούλησε τότε την ΑΓΕΤ, γνωρίζοντας, ότι είναι κερδοφόρα με το επιχείρημα ότι αν παρέμενε στο δημόσιο θα έπαυε να έχει κερδοφορία !!!.Η τιμή πώλησης ήταν ίση με τα κέρδη 5 ετών της εταιρίας..
Την περίοδο της κρατικοποιημένης ΑΓΕΤ οι εργαζόμενοι είχαν μεγάλες απολαβές σήμερα η Lafarge έχει έρθει σε σύγκρουση με την κοινωνία του Βόλου λόγω των καυσίμων που χρησιμοποιεί οι μισθοί είναι χαμηλοί και με πρόφαση την πανδημία ανέβαλε την πληρωμή του δώρου Πάσχα στους εργαζομένους...
Την περίοδο της κρατικοποιημένης ΑΓΕΤ οι εργαζόμενοι είχαν μεγάλες απολαβές σήμερα η Lafarge έχει έρθει σε σύγκρουση με την κοινωνία του Βόλου λόγω των καυσίμων που χρησιμοποιεί οι μισθοί είναι χαμηλοί και με πρόφαση την πανδημία ανέβαλε την πληρωμή του δώρου Πάσχα στους εργαζομένους...