Γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 13 Ιανουαρίου του 1910. Ήταν ένα από τα τρία παιδιά μιας οικογένειας με σχετική οικονομική άνεση. Στον Πειραιά πήγε στο σχολείο εώς δώδεκα χρονών και ήταν κακός μαθητής.
Το Γυμνάσιο το τελείωσε στην Αθήνα με δυσκολία.
Το Γυμνάσιο το τελείωσε στην Αθήνα με δυσκολία.
Όταν ήταν δεκαεφτά χρονών, ο πατέρας του τον ρώτησε εάν θα γινόταν ένδοξος ως ο σκηνογράφος Αραβαντινός. Του απάντησε ότι το μόνο που θέλει είναι να σχεδιάζει.
Φοίτησε στην Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές τον Γερανιώτη, τον Βικάτο, τον Θωμόπουλο και τον Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου κι έγινε βοηθός του.
Φοίτησε στην Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές τον Γερανιώτη, τον Βικάτο, τον Θωμόπουλο και τον Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου κι έγινε βοηθός του.
Μετά από εφτά χρόνων σπουδές, δεν πήρε από επιλογή το δίπλωμα του γιατί δεν ήθελε να γίνει δημοδιδάσκαλος.
Το 1934, έπαψε να συνεργάζεται με τον Κόντογλου και το ΄35, αφού επισκέφτηκε την Κωσταντινούπολη και τη Σμύρνη, έφυγε για το Παρίσι.
Το ΄36 ξαναγύρισε στην Ελλάδα, δούλεψε, και το ΄38 έκανε την έκθεση ζωγραφικής στο μαγαζί ενός γνωστού του, που το μετέτρεψε σε γκαλερί.
Το ΄36 ξαναγύρισε στην Ελλάδα, δούλεψε, και το ΄38 έκανε την έκθεση ζωγραφικής στο μαγαζί ενός γνωστού του, που το μετέτρεψε σε γκαλερί.
Το 1939 πήγε στρατιώτης. Στον πόλεμο βρέθηκε στην Αλβανία. Εργάστηκε για τα καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και ζωγράφιζε την μορφή της Παναγίας, όπου και την χάριζε σε όλους τους φαντάρους. Έλληνες και Αλβανούς.
Σε όλη την κατοχή δούλεψε στο θέατρο ως σκηνογράφος. Άνοιξε και μια σχολή ζωγραφικής, μια σχολή του δρόμου όπως την χαρακτήριζε. Ανάμεσα στους μαθητές ήταν η Ροζίτα Σώκου, ο Κοσμάς Ξενάκης, ο σκηνογράφος Γεωργιάδης, ο Μίνως Αργυράκης.
Η πρώτη του δουλεία στο θέατρο, ήταν για τον “Άνθρωπο και τα όπλα”, με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη. Εκεί γνωρίστηκε και με την Μελίνα Μερκούρη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Η αμοιβή του για τα σκηνικά ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια και τσιγάρα.
Το 1950, εξέθεσε στο Παρίσι στην γκαλερί του Φωσμπούρ Σαντ Ονόρε. Και ακολούθως στο Λονδίνο, όπου και ζήτησε από τον Γιώργο Σεφέρη, που ήταν διπλωμάτης, να τον προσλάβει ως υπηρέτη στο σπίτι του, για να μπορέσει να εξασφαλίσει διαμονή. Ο Σεφέρης του αρνήθηκε.
Γυρίζει στην Ελλάδα, όπου συνεργάζεται με τον Κάρολο Κουν. Το 1953, υπογράφει συμβόλαιο με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Γίνεται καθηγητής στη σχολή Δοξιάδη και υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα. Ήταν μια δύσκολη περίοδος.
Γυρίζει στην Ελλάδα, όπου συνεργάζεται με τον Κάρολο Κουν. Το 1953, υπογράφει συμβόλαιο με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Γίνεται καθηγητής στη σχολή Δοξιάδη και υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα. Ήταν μια δύσκολη περίοδος.
Το 1958 έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε με την Μαρία Κάλλας, στην “Μήδεια” που σκηνοθέτησε ο Μινωτής και στην “Θαίδα” που σκηνοθέτησε ο Φράνκο Τζεφιρέλι..
Το 1962 παραιτήθηκε από την τράπεζα και με προτροπή του Τεριάντ άρχισε να ζωγραφίζει εντατικά. Άρχισε να πουλάει έργα του σε πλούσιους και να γίνεται ευρέως γνωστός.
Με τη δικτατορία έφυγε από την Ελλάδα και για δέκα χρόνια εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Συνεργάζεται με δύο από τις πιο κορυφαίες γκαλερί, του Κλωντ Μπερνάρ και του Σάντρο Μάντσο.
Το 1977, στην Ελλάδα πραγματοποίησε ένα μεγάλο του όνειρο. Ανέβασε τις “Τρωάδες” σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία. Ακόμα και σήμερα, αυτή η παράσταση αποτελεί μια από τις – αν όχι η σπουδαιότερη – προσέγγιση του έργου. Η παράσταση ανέβηκε σε έναν χώρο σταθμεύσεως της μικρής οδού Καπλανών 6, στο κέντρο των Αθηνών. Ήταν τον Σεπτέμβριο 1977, όταν έστησε ένα ξύλινο ικρίωμα με βαθμίδες στις αναλογίες αρχαίου θεάτρου για να παρουσιάσει την τραγωδία του Ευριπίδη. Στο βάθος του οικοπέδου υπήρχαν χαλάσματα, τα οποία πληρούσαν την αρμονία χρωμάτων που ήθελε ο Τσαρούχης, ενώ θεωρούσε ιδανική την εικόνα της καταστροφής. Η ανατρεπτική του πρόταση προκάλεσε συζητήσεις, αλλά και σχόλια στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Το 1977, στην Ελλάδα πραγματοποίησε ένα μεγάλο του όνειρο. Ανέβασε τις “Τρωάδες” σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία. Ακόμα και σήμερα, αυτή η παράσταση αποτελεί μια από τις – αν όχι η σπουδαιότερη – προσέγγιση του έργου. Η παράσταση ανέβηκε σε έναν χώρο σταθμεύσεως της μικρής οδού Καπλανών 6, στο κέντρο των Αθηνών. Ήταν τον Σεπτέμβριο 1977, όταν έστησε ένα ξύλινο ικρίωμα με βαθμίδες στις αναλογίες αρχαίου θεάτρου για να παρουσιάσει την τραγωδία του Ευριπίδη. Στο βάθος του οικοπέδου υπήρχαν χαλάσματα, τα οποία πληρούσαν την αρμονία χρωμάτων που ήθελε ο Τσαρούχης, ενώ θεωρούσε ιδανική την εικόνα της καταστροφής. Η ανατρεπτική του πρόταση προκάλεσε συζητήσεις, αλλά και σχόλια στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
«Εκτός από την αρμονία χρωμάτων υπάρχει η αίσθηση καταστροφής, που καμιά δεξιοτεχνία και καμιά τεχνική δεν μπορεί να δώσει στη σκηνογραφία», δήλωνε ο σπουδαίος Έλληνας καλλιτέχνης, ο οποίος, στο πρόγραμμα της παράστασης, έγραφε πως «δεν είμαι σκηνοθέτης, ούτε σκηνογράφος, πολύ λιγότερο ζωγράφος»! Σημειωτέον ότι ο Τσαρούχης δούλευε επί χρόνια τη μετάφραση του έργου του Ευριπίδη. Τα στοιχεία εκείνης της παράστασης ήταν πράγματι εντυπωσιακά. Η διδασκαλία ήταν του ίδιου που είχε κάνει και τη μετάφραση.
Για τη μουσική επένδυση χρησιμοποιήθηκαν εμβατήρια του Ελληνικού Στρατού, τα ανδρικά κοστούμια ήταν του οίκου Τσόγκα, ενώ οι στολές για τις «προσφυγίνες» αγοράστηκαν από το δημοπρατήριο. Όσο για το σκηνικό αφηνόταν στη «θεά Τύχη»! Αλλά πρωτοποριακή ήταν και η σύνθεση των συντελεστών της παράστασης. Εκάβη η Σμάρω Στεφανίδου, α΄ κορυφαία η Σαπφώ Νοταρά, β΄ κορυφαία η Πίτσα Μπουρνόζου, Κασσάνδρα η Εύα Κοταμανίδου, Ανδρομάχη η Αλίκη Γεωργούλη, Ταλθύβιος ο Χρήστος Τσάγκας κ.ά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που παρουσίαζε «Τρωάδες» ο Γ. Τσαρούχης. Είχε φτιάξει τα σκηνικά για την ίδια παράσταση λίγα χρόνια νωρίτερα, σε μαθητική παράσταση στο Λονδίνο (1953) και αργότερα στο Παρίσι, σε σκηνοθεσία του Μιχ. Κακογιάννη (1965). Εξάλλου, όταν ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν σε ηλικία 17 χρόνων, το 1928, ο Φώτος Πολίτης χρησιμοποίησε μακέτες του για τα σκηνικά του έργου του Μέτερλιγκ «Πριγκίπισσα Μαλένα».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των παραστάσεων στην Καπλανών 6, έφυγε από τη ζωή η Μαρία Κάλλας. Ο Γ. Τσαρούχης ανέβηκε στη σκηνή πριν από την παράσταση και, παρουσία του Αλέξη Μινωτή, της Ασπασίας Παπαθανασίου και άλλων καλλιτεχνών που βρίσκονταν στο ακροατήριο, την αποχαιρέτησε: «Με συντριβή σάς αναγγέλλω τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας. Ήταν μία θεά και θα μείνει ένα αιώνιο σύμβολο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ πως η Λυρική Σκηνή των Αθηνών τη βρήκε ανεπαρκή και την έδιωξε».
Το 1982 εγκαινιάστηκε το Ίδρυμα Τσαρούχη, όπου και σήμερα βρίσκονται εκεί κάποια από τα σημαντικότερα έργα του μεγάλου εικαστικού.
Η Ελένη Βακαλό (Ελληνίδα ποιήτρια, κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης), είχε γράψει πως η ζωγραφική του Τσαρούχη στάθηκε η ευτυχέστερη στιγμή που η παράδοση της νεοελληνικής ζωγραφικής ταυτίστηκε με τα νεότερα ευρωπαϊκά ρεύματα, για να βρει την πιο ευαίσθητη, ζωντανή έκφραση της.
Το έργο του «Οι Τέσσερις Εποχές» είναι λάδι σε πανί, 160 Χ 300 εκ., εν έτη 1969 και ανήκει στη συλλογή του Κ. Δοξιάδη. Οι Τέσσερις εποχές έχουν απασχολήσει αρκετές φορές την τέχνη. Το εντυπωσιακό και διαφορετικό στη περίπτωση αυτού του έργου είναι ότι οι εποχές δεν είναι τοπία ή νεράιδες και μυθικές υπάρξεις. Τις απεικονίζει ως ανθρώπινες μορφές. Είναι κοινοί θνητοί, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί που μπορεί να συναντάμε στο δρόμο, να μένουν στο δίπλα σπίτι από το δικό μας ή εμείς οι ίδιοι. Βλέπουμε δύο γυναίκες και δύο άντρες να στέκονται μπροστά σε ένα τραπέζι με φρούτα. Ο Γιάννης Τσαρούχης με την τέχνη του αναδεικνύει την ομορφιά του ανθρώπου καθώς και των απλών καθημερινών πραγμάτων.
Όλα είναι συμβολικά και τόσο σημαντικά. Το μεγάλο τραπέζι συμβολίζει την ιερή στιγμή του φαγητού όπου συγκεντρώνονται όλοι γύρω από αυτό. Είναι η παράδοση του λαού μας που ενώνει όλη την οικογένεια, όλη τη γειτονιά, όλο το χωριό. Εκεί βρίσκονται φρούτα από όλες τις εποχές: σταφύλια, ροδάκινα, βερίκοκα, καρπούζι, κεράσια, ρόδια, πεπόνια. Ένας πίνακας με «γεύσεις» και «αρώματα» που φέρνουν στη μνήμη εικόνες νοσταλγικές.. Ο συγκεκριμένος πίνακας, δεν είναι απλά μια αναπαράσταση. Είναι κάτι πέρα από αυτό. Είναι οι τέσσερις εποχές μας όπως τις ζούμε εμείς οι Έλληνες από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Όλες οι αναμνήσεις μας της άνοιξης, του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα… είναι εδώ!
Πολλές συντηρητικές φωνές σοκαρίστηκαν από το αντρικό γυμνό στη θεματολογία του Έλληνα ζωγράφου. «Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου», έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης στα 72 του, το 1982. Έργα του όπως ‘’Η σύλληψη τριών κομμουνιστών’’ (1944), ‘’Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο’’ (1948), «Το όραμα του Δαυίδ» (1974) καθώς και μια σειρά από έργα που απεικονίζουν γυμνούς ναύτες είναι απλά ένα δείγμα των κρυφών σεξουαλικών του επιθυμιών πέρα από την αγάπη του για το ανδρικό κάλλος. «Το να μη μπορείς να πιστέψεις είναι ένα είδος αναπηρίας» πίστη στον έρωτα και στον ίδιο μας τον εαυτό.
Όταν στο Ζάππειο ο Τσαρούχης μέσα σε πολλά άλλα έργα παρουσίασε το έργο του ‘’ Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο’’ (1948), δέχτηκε την επίθεση του σύσσωμου ναυτικού και στρατιωτικού σώματος με την κατηγορία της προσβολής. Αναγκάστηκε τελευταία ημέρα να το κατεβάσει για να γλιτώσει την σύλληψη από την ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το έργο του θεωρείται από τα σημαντικότερα της περιόδου παγκοσμίως.
Ο ίδιος μαχόταν για το δικαίωμα στην ερωτική διάθεση και επιλογή.
Μεγαλωμένος στην κλειστή και συντηρητική κοινωνία του Πειραιά βίωνε τη σεξουαλικότητα του βουβά και εσωτερικά με καταφύγιό του την τέχνη. Ο ηθικός διχασμός που εδραίωναν τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής σχετικά με τη σεξουαλικότητα, τον ερωτισμό και την απόλαυση της σάρκας οδήγησαν τον καλλιτέχνη να βρίσκει μοναδική διέξοδο και έκφραση στη ζωγραφική. Είναι προφανής η σεξουαλική του ουδετερότητα για την ‘’απαγορευμένη’’ σάρκα και ο διαρκής εσωτερικός αγώνας τιμής σχετικά με την απελευθέρωση του. Ένας αγώνας που τον οδήγησε στην εσωστρέφεια και στη μοναξιά ως το τέλος. Προς το τέλος της ζωής του, μάλιστα, δήλωνε φανερά σε φιλικούς και δημόσιους κύκλους πως οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα προσέφεραν στέρεες πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις “διότι ήταν άνθρωποι που διώκονταν και μετρούσαν τα λόγια τους. Οι άλλοι ήταν βέβαιοι και δεν έκαναν τίποτε.”…
Μεγαλωμένος στην κλειστή και συντηρητική κοινωνία του Πειραιά βίωνε τη σεξουαλικότητα του βουβά και εσωτερικά με καταφύγιό του την τέχνη. Ο ηθικός διχασμός που εδραίωναν τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής σχετικά με τη σεξουαλικότητα, τον ερωτισμό και την απόλαυση της σάρκας οδήγησαν τον καλλιτέχνη να βρίσκει μοναδική διέξοδο και έκφραση στη ζωγραφική. Είναι προφανής η σεξουαλική του ουδετερότητα για την ‘’απαγορευμένη’’ σάρκα και ο διαρκής εσωτερικός αγώνας τιμής σχετικά με την απελευθέρωση του. Ένας αγώνας που τον οδήγησε στην εσωστρέφεια και στη μοναξιά ως το τέλος. Προς το τέλος της ζωής του, μάλιστα, δήλωνε φανερά σε φιλικούς και δημόσιους κύκλους πως οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα προσέφεραν στέρεες πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις “διότι ήταν άνθρωποι που διώκονταν και μετρούσαν τα λόγια τους. Οι άλλοι ήταν βέβαιοι και δεν έκαναν τίποτε.”…
Το πιο σημαντικό στην εργασία του Τσαρούχη είναι ότι κατόρθωσε να βρει το σημείο αναφοράς του, με έναν καθαρά ελληνικό τρόπο, και να τον ανυψώσει πάνω από τις στενές και περιορισμένες νεοελληνικές εκδηλώσεις –σε μια αναθεώρηση της εγχώριας νοοτροπίας – και να καταφέρει να διεκδικήσει, και σαφώς το καταφέρνει με αξιώσεις, τη θέση του στον διεθνή χώρο της τέχνης.
Μέσα από την γενιά του ΄30, όπως ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε, η ελληνικότητα του Τσαρούχη προσδιορίζεται σε αφενός σε εικόνες όπως ο ζεϊμπέκικος χορός και οι ναύτες και να αφηγηθεί μια ολόκληρη εποχή, αφετέρου όμως καταφέρνει να συνομιλήσει με τον σύγχρονο τρόπο αντίληψης και πραγμάτωσης της τότε εποχής. Πέθανε στις 20 Ιουλίου του 1989, σε ηλικία 79 ετών. ...