Διπλωμάτης, πανεπιστημιακός, λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, δημοσιογράφος και πολιτικός. Κορυφαία προσωπικότητα της νεοελληνικής ζωής του 20ου αιώνα, που διετέλεσε Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1975 έως το 1980.
Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 1899 και ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Δημήτρη Τσάτσου και της Θεοδώρας Ευστρατιάδου, που είχε γεννηθεί και ανατραφεί στην Τεργέστη. Την εγκύκλια μόρφωση έλαβε στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Μακρή, το Β' Γυμνάσιο Νεάπολης και το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ στη συνέχεια σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολήθηκε με τα έργα των κλασσικών ελλήνων και λατίνων συγγραφέων, καθώς και με τη νεοελληνική λογοτεχνία και την ποίηση. Δημοσίευσε δύο τόμους ποιημάτων και θεατρικών έργων με το ψευδώνυμο Ύβος Δελφός.
Μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε δικηγόρος Αθηνών και από το 1918 έως το 1920 ο πολύγλωσσος Τσάτσος τοποθετήθηκε στην ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Με την ιδιότητά του αυτή, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.
Ακολούθησαν η στρατιωτική θητεία (1920-1923) και οι μεταπτυχιακές σπουδές (1924-1928) στην κοινωνική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία του δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Τα τέσσερα χρόνια της φοίτησής του στο ονομαστό Πανεπιστήμιο στάθηκαν αποφασιστικός σταθμός στην κατοπινή εξέλιξη της κοσμοθεωρίας του και γενικά της σκέψης του. Είχε την ευτυχία να έχει για δασκάλους τον Ρίκερτ, τον αναγνωρισμένο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας των αξιών, τον Γιάσπερς, τον θεμελιωτή του νεώτερου υπαρξισμού, τον Ράντμπρουχ, κορυφαίο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας του δικαίου, και τον Γκούντολφ, τον μεγαλύτερο γερμανό ιστορικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ανέλαβε το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του και το 1929 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής με θέμα της διδακτορικής του διατριβής «Η Νομική ως τεχνική και επιστήμη», ενώ υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού - οργάνου της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών», μαζί με τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, σε μια προσπάθεια να αντιπαρατεθούν στον ανερχόμενο τότε και στη χώρα μας ιστορικο-υλιστικό μαρξισμό, που εκπροσωπούσε ο Δημήτρης Γληνός.
Το 1930 εξελέγη υφηγητής και το 1932 έκτακτος καθηγητής στη Νομική Αθηνών, στην έδρα της Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά, συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στη Σκύρο. Επί Κατοχής απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο και το 1944 διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα μετά την απελευθέρωση και το 1945 ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βούλγαρη, καθώς και το Υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου. Το 1946 παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο και πολιτεύθηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Χρημάτισε Υπουργός Εθνικής Παιδείας στην Κυβέρνηση Σοφούλη (1949), καθώς και Υφυπουργός Συντονισμού στην Κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου (1951).
Το 1956 προσχώρησε στο νεοϊδρυθέν κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ), με το οποίο εξελέγη βουλευτής επανειλημμένως. Υπηρέτησε ως Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως (1956-1958) και Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στην Κυβέρνηση Καραμανλή (1961, 1963), καθώς και Υπουργός Δικαιοσύνης στη Κυβέρνηση Κανελλόπουλου (1967).
Μετά τη μεταπολίτευση, ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Στις βουλευτικές εκλογές του 1974 εξελέγη Βουλευτής Επικρατείας με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και διετέλεσε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής, που διαμόρφωσε το ισχύον Σύνταγμα.
Στις 20 Ιουνίου 1975, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη από τη Βουλή Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με 210 ψήφους επί 295 παρόντων βουλευτών. Παρέμεινε στο ύψιστο πολιτειακό αξίωμα έως το Μάιο του 1980, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος δημοσίευσε πλήθος επιστημονικών μελετών, νομικών και φιλοσοφικών συγγραμμάτων, καθώς και λογοτεχνικών έργων. Το 1974 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Ευθύνη». Το 1961 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος. Εξελέγη, επίσης, ξένος εταίρος στις Ακαδημίες Γαλλίας, Ρουμανίας και Μαρόκου, καθώς και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών, Τέχνης και Γραμμάτων. Το 1980 του απονεμήθηκε το μέγα ευρωπαϊκό βραβείο Κουντενχόβε - Καλλέργη.
Το 1930 νυμφεύθηκε την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδελφή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες: τη Δέσποινα Μυλωνά και τη χορογράφο Ντόρα Τσάτσου - Συμεωνίδη.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καταβεβλημένος από την επάρατο νόσο, πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 88 ετών.