Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Γεννήθηκε στην Ελέα της νότιας Ιταλίας γύρω στο 520 π.Χ. και η φιλοσοφική του δραστηριότητα καλύπτει το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό και άσημο ακόμη Σωκράτη.
Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.
Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.
Και ο Παρμενίδης προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.Χ. Αυτός όμως, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Θα πρέπει στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε τον Ξενοφάνη, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του. Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη. Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους ούτε τις αντιλήψεις τους.
Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή», εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.
Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας». Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς για τη φύση της αλήθειας. Και το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.
Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία. Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο. Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός: είναι η ίδια η αποκάλυψη της μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη: «Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).
Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.
Ο Παρμενίδης ο οποίος θεωρείται ως «ο ιδρυτής της οντολογίας», αποφαίνεται πως πέρα από την αληθινή και τέλεια γνώση η οποία επιτυγχάνεται μέσω της λογικής μεθόδου έρευνας, υφίστανται και οι δοξασίες οι οποίες διατυπώνονται από τους ανθρώπους και είναι ψευδείς λόγω του ότι προέρχονται από συγκεχυμένες και μεταβαλλόμενες μαρτυρίες των αισθήσεων.
Ο φιλόσοφος μέσα από τη σκέψη του αποτυπώνει μια αντίθεση μεταξύ γνώσης και δοξασίας, η οποία δεν αφήνει μόνο να αναδυθεί η διάκριση της λογικής από την εμπειρική μέθοδο, αλλά συνάμα αποτελεί μέρος της οντολογίας του. Για τον Παρμενίδη, «η γνώση που συνοδεύεται από τη δικαιοσύνη θεωρείται ως θεϊκή αποκάλυψη για τους εκλεκτούς, ανάμεσα στους οποίους ο φιλόσοφος συγκαταλέγει και τον ίδιο».
Η αλήθεια η οποία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παρμενίδειας φιλοσοφίας, πηγάζει από την καθαρή νόηση. Ο Παρµενίδης και γενικότερα οι Ελεάτες, παρατηρούσαν και παράλληλα μελετούσαν τον κόσμο στατικά ως Είναι. Αυτό βέβαια είναι κάτι το οποίο ενισχύεται και από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στα Μετά τα Φυσικά του, όπου ο Παρµενίδης αντιλαµβανόταν τον κόσµο ως µεταβλητό. Ο Αριστοτέλης, αν και συµµεριζόταν έως κάποιον βαθμό τη σκέψη του Παρµενίδη και του Πλάτωνα σχετικά µε τη σταθερότητα που πρέπει να υπάρχει στο γνωστικό αντικείμενο, εντούτοις του ήταν αδιανόητο να δεχτεί τον αποκλεισμό της φύσης από το πεδίο της έρευνας και κατά προέκταση από το πεδίο της κατάκτησης της γνώσης.
Ο Ελεάτης φιλόσοφος, στο ποίημά του, αναφέρει πως η θεά της αλήθειας εξαγγέλλει την έννοια ενός νέου φιλοσοφικού όρου τον οποίο θέτει ο Παρμενίδης, τον όρο «Είναι» που αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά υπάρχει προαιώνια μέσα στο Σύμπαν αόρατο και έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Το «είναι» σε πολλές περιπτώσεις ονομάζεται και «Ον». Το Είναι οφείλει να είναι μοναδικό ενιαίο και αδιάσπαστο και ταυτίζεται με την έννοια της συμπαντικής αλήθειας. Το αισθητό και υλικό Σύμπαν περιγράφεται από τον Παρμενίδη με την λέξη «γίγνεσθαι» και κάποιες φορές αναφέρεται και με την έκφραση «Μη Ον». Η παρμενίδεια οντολογική παράδοση περί του «Είναι» περνά μέσα από την νεοπλατωνική σκέψη και τροφοδοτεί ακόμη και στην Αναγέννηση, τη σκέψη σπουδαίων φιλοσόφων όπως χαρακτηριστικά του Pico della Mirandola
Συμπεράσματα
Η εξέλιξη της έννοιας του θείου, όπως αποτυπώθηκε στο στοχασμό των Προσωκρατικών φιλοσόφων, έγκειται στη σταδιακή απεξάρτηση της φιλοσοφικής σκέψης από την παράδοση της επικής ποίησης (ομηρική και ισιόδεια ποίηση) και των καθιερωμένων θρησκευτικών αντιλήψεων. Αφετηρία και ταυτόχρονα κεντρικό σημείο του φιλοσοφικού στοχασμού των προσωκρατικών, αποτελεί ο «φυσικός κόσμος». Ακριβώς επάνω σε αυτόν, αποτυπώνουν τη φιλοσοφική τους σκέψη σχετικά με την «υφή» και «λειτουργία» του κόσμου, καθώς και για τα όρια και την προέλευση της ανθρώπινης γνώσης, βασικές δηλαδή προεκτάσεις της οντολογίας και κατά προέκταση της σχέσης του ανθρώπου με το θείο. Σε αντίθεση με τους θεούς της επικής ποίησης, η θεότητα μέσω της σπίθας και της σταδιακής ανάπτυξης της οντολογίας από τους προσωκρατικούς, οδηγείται σε μια διαφορετική οπτική της. Παράλληλα επικρατεί μια δυναμική περιορισμού του άλογου στοιχείου, κάτι που δημιουργεί αιτία ρήξης με την ποιητική μυθολογική παράδοση (όμηρος), παρά το γεγονός πως οι προσωκρατικοί αντλούν από αυτή αρκετά στοιχεία. Η φιλοσοφία των προσωκρατικών φιλοσόφων αποτέλεσε κινητήρια δύναμη της μετέπειτα φιλοσοφικής σκέψης και παράδοσης (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια και νεοπλατωνική οντολογία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου