Αυστριακός διευθυντής ορχήστρας, με ελληνικές ρίζες. Για πολλούς είναι ο κορυφαίος μαέστρος του 20ου αιώνα και ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή στον χώρο της κλασσικής μουσικής.
Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν (Herbert von Karajan) γεννήθηκε στις 5 Απριλίου 1908 στο Ζάλτζμπουργκ (Αλατόπυργο) της Αυστροουγγαρίας (σημερινής Αυστρίας) και ήταν γόνος της πλούσιας οικογένειας των Καραγιάννηδων με καταγωγή από την Κοζάνη. Ο προπάππος του Γεώργιος - Ιωάννης Καραγιάννης ήταν βιομήχανος υφασμάτων στο Χέμνιτζ της Σαξωνίας. Για τις υπηρεσίες του προς την Αυλή, ο άρχοντας της περιοχής Φρειδερίκος Αύγουστος Γ' του απένειμε το 1792 τον τίτλο ευγενείας «φον» και ο κοζανίτης επιχειρηματίας μετέτρεψε το επώνυμό του από Καραγιάννης σε Κάραγιαν.
Παιδί - θαύμα στο πιάνο, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ηλικία πέντε ετών. Από το 1916 έως το 1926 σπούδασε στο Μοτσαρτέουμ του Ζάλτσμπουργκ, όπου ενθαρρύνθηκε να ασχοληθεί με τη διεύθυνση ορχήστρας. Πρωτοεμφανίσθηκε ως μαέστρος το 1927 στο Ουλμ και παρέμεινε στην ορχήστρα της γερμανικής αυτής πόλης έως το 1934. Την ίδια χρονιά διηύθυνε για πρώτο φορά τη Φιλαρμονική της Βιέννης, με την οποία διατήρησε μια πολύχρονη συνεργασία, παράλληλα με την κύρια απασχόληση του στην Όπερα του Άαχεν.
Η καριέρα του άρχισε να παίρνει την ανιούσα από το 1935, χρονιά που έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος. Το όνομά του άρχιζε να ακούγεται και εκτός των γερμανικών συνόρων, με εμφανίσεις στο Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Στοκχόλμη και το Βουκουρέστι. Από το 1938 άρχισε τη συνεργασία του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, που κράτησε ως το τέλος της ζωής του. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η δισκογραφική του παρουσία, υπογράφοντας συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με τη «Ντόιτσε Γκράμοφον». Αν και έλαβε διθυραμβικές κριτικές για τις ερμηνείες του σε έργα του Ριχάρδου Βάγκνερ, ο Χίτλερ δεν είχε την ίδια γνώμη και διέταξε να μην ξαναεμφανισθεί στο περίφημο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ. Προς στιγμήν φάνηκε να έπεσε σε δυσμένεια, αλλά σώθηκε χάρη στη φιλία του με τον αρχιναζί Χέρμαν Γκέρινγκ.
Στις 22 Οκτωβρίου 1942 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ανίτα Γκίτερμαν, κόρη ενός πλούσιου βιομήχανου εβραϊκής καταγωγής, έχοντας χωρίσει με την τραγουδίστρια της οπερέτας Έμιλυ Χόλγκερλεφ, την οποία είχε παντρευτεί το 1938. Η ενέργεια αυτή κόστισε στον Κάραγιαν την εμπιστοσύνη των Ναζί, όχι όμως και την καριέρα του. Το ζευγάρι χώρισε το 1958 και τον ίδιο χρόνο ο Κάραγιαν ήλθε εις γάμου κοινωνίαν για τρίτη φορά με το μοντέλο Ελιέτ Μουρέ, η οποία του χάρισε δύο κόρες, την Ισαβέλα (1960) και την Αραμπέλ (1964).
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κάραγιαν έδωσε την πρώτη του συναυλία το 1946 στη Βιέννη με τη Φιλαρμονική της πόλης, αλλά σύντομα οι σοβιετικές αρχές κατοχής τού απαγόρευσαν να διευθύνει, λόγω του Ναζιστικού του παρελθόντος. Οι εις βάρος του ανακρίσεις δεν έδειξαν τίποτα το μεμπτό και ο Κάραγιαν αποδόθηκε λευκός στην κοινωνία. Το 1951 και το 1952 επανεμφανίστηκε στο Μπαιρόιτ, ενώ το 1955 διορίστηκε ισόβιος μουσικός διευθυντής στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, διαδεχθείς τον Βίλχελμ Φιρτβένγκλερ.
Από το 1957 ανέλαβε και την καλλιτεχνική διεύθυνση της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, παράλληλα με τις εμφανίσεις του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης. Το 1967 ίδρυσε το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Ζάλτζμπουργκ, που αποτέλεσε πόλο έλξης για την αριστοκρατία του χρήματος. Άλλωστε και ο ίδιος ήταν ένας μαέστρος - σταρ, που ήταν επίλεκτο μέλος της ευρωπαϊκής υψηλής κοινωνίας. Μέχρι τον θάνατό του στις 16 Ιουλίου 1989, συνέχιζε να διευθύνει και να ηχογραφεί ακατάπαυστα.
Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν θεωρείται ο κορυφαίος μαέστρος του 20ου αιώνα. Οι μουσικές του ερμηνείες χαρακτηρίζονταν για την ακρίβεια τους, ενώ ο για όλες τις χρήσεις ήχος του, στιλπνός, ραφιναρισμένος και υπολογισμένα αισθησιακός, μπορούσε να ταιριάξει με κάποιες υφολογικές διαφοροποιήσεις από τον Μπαχ ως τον Στραβίνσκι. Πολλοί μίλησαν για τον «ήχο Κάραγιαν» και μεγάλη μερίδα κριτικών τον επέκρινε γι' αυτό. Ηχογράφησε έργα όλων των μεγάλων κλασσικών και ρομαντικών συνθετών και ανέδειξε το έργο συνθετών που έδρασαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Ο Κάραγιαν θεωρείται από τους πρωτοπόρους των ηχογραφήσεων και πάντα έδινε μεγάλη σημασία σε κάθε καινοτομία. Είχε καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη και την επικράτηση του CD με το αναμφισβήτητο κύρος που διέθετε στους μουσικούς κύκλους τη δεκαετία του '80. Στην πολύχρονη καριέρα του πούλησε κοντά στα 200 εκατομμύρια δίσκους.
Μελανό σημείο στην καριέρα του παραμένει η συνεργασία του με το καθεστώς των Ναζί, όταν άλλοι διακεκριμένοι συνάδελφοί του προτίμησαν την εξορία από τον συμβιβασμό (Μπρούνο Βάλτερ, Αρτούρο Τοσκανίνι και Εριχ Κλάιμπερ). Ακόμη και οι επικριτές του συμφωνούν ότι δεν ήταν ιδεολογικοί οι λόγοι, αλλά επαγγελματικοί. Ο Κάραγιαν δεν θα έβαζε ποτέ και τίποτα πιο πάνω από την καριέρα του. Πάντως, μεταπολεμικά πολλοί σημαντικοί μουσικοί, όπως οι Άϊζαακ Στερν, Άρθουρ Ρουμπινστάιν και Γιτζάκ Πέρλμαν, αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του.