Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, Έλληνας παιδαγωγός από τους πρωτοπόρους μεταρρυθμιστές της ελληνικής παιδείας, γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1880 στην Άμφισσα τότε Σάλωνα, και πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1956 στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος από το 1909, με την Ευφροσύνη Μαλικοπούλου, , με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, τον Παναγή,τόν Άλκη, και την Μαρία-Ελένη.
Κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια της Άμφισσας ο πατέρας του Παναγής Δελμούζος, ήταν εύπορος έμπορος και κτηματίας που διατέλεσε και δήμαρχος της πόλεως, ενώ μητέρα του ήταν η Μαριγώ, των οποίων ήταν το τέταρτο από τους έξι παιδιά τους. Στη διάρκεια της ζωής του δεν αντιμετώπισε προβλήματα επιβιώσεως καθώς πέρα από τα ατομικά του έσοδα, διατηρούσε την επικαρπία οικογενειακών και άλλων εισοδημάτων, που του επέτρεπαν σχετική οικονομική άνεση.
Τελείωσε τη βασική και Μέση Εκπαίδευση στη γενέτειρά του, στη διάρκεια της οποίας δεν υπήρξε ποτέ άριστος μαθητής. Σε ηλικία 16 ετών μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκανε προετοιμασία ώστε να σπουδάσει μηχανικός στο Πολυτεχνείο, καθώς είχε ιδιαίτερη κλίση στα Μαθηματικά. Σύντομα άλλαξε γνώμη, γράφηκε και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα από το 1898 έως το 1902, ενώ στη συνέχεια έως το 1903 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Έκανε μεταπτυχιακά στά παιδαγωγικά και τη φιλοσοφία από το τέλος του 1903 έως το 1907 στη Γερμανία, όπου γνωρίστηκε με το Γεώργιο Σκληρό. Στη Λειψία, καί την Ιένα παρακολούθησε μαθήματα Διδακτικής, δίχως να αποκτήσει μεταπτυχιακό τίτλο ή να υποβάλλει διδακτορική διατριβή.
Κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια της Άμφισσας ο πατέρας του Παναγής Δελμούζος, ήταν εύπορος έμπορος και κτηματίας που διατέλεσε και δήμαρχος της πόλεως, ενώ μητέρα του ήταν η Μαριγώ, των οποίων ήταν το τέταρτο από τους έξι παιδιά τους. Στη διάρκεια της ζωής του δεν αντιμετώπισε προβλήματα επιβιώσεως καθώς πέρα από τα ατομικά του έσοδα, διατηρούσε την επικαρπία οικογενειακών και άλλων εισοδημάτων, που του επέτρεπαν σχετική οικονομική άνεση.
Τελείωσε τη βασική και Μέση Εκπαίδευση στη γενέτειρά του, στη διάρκεια της οποίας δεν υπήρξε ποτέ άριστος μαθητής. Σε ηλικία 16 ετών μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκανε προετοιμασία ώστε να σπουδάσει μηχανικός στο Πολυτεχνείο, καθώς είχε ιδιαίτερη κλίση στα Μαθηματικά. Σύντομα άλλαξε γνώμη, γράφηκε και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα από το 1898 έως το 1902, ενώ στη συνέχεια έως το 1903 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Έκανε μεταπτυχιακά στά παιδαγωγικά και τη φιλοσοφία από το τέλος του 1903 έως το 1907 στη Γερμανία, όπου γνωρίστηκε με το Γεώργιο Σκληρό. Στη Λειψία, καί την Ιένα παρακολούθησε μαθήματα Διδακτικής, δίχως να αποκτήσει μεταπτυχιακό τίτλο ή να υποβάλλει διδακτορική διατριβή.
Στη Γερμανία άρχισε να αποδέχεται το μαρξιστικό τρόπο σκέψης και να βλέπει τη σημασία των οικονομικών όρων και του εργατικού αγώνα, ενώ επιστρέφοντας στην Ελλάδα δραστηριοποιήθηκε σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο και συμμετείχε το 1908, στη δημιουργία της «Κοινωνιολογικής Εταιρίας», με πρωτεργάτη τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Το 1927 η ιδεολογική ρήξη του με το Γληνό, που θεωρούσε ότι δεν πρέπει να υπάρχει ιδεολογικό όριο στη στροφή του Εκπαιδευτικού Ομίλου προς την αριστερά, σε αντίθεση με το Δελμούζο που πίστευε ότι ο Όμιλος δεν θα έπρεπε να κινηθεί μέσα σε κομματικά και ιδεολογικά πλαίσια και να συνεχίσει να διατηρεί τον υπερκομματικό και υπερταξικό χαρακτήρα του, προκάλεσε την αποχώρησή του και στη διακοπή της πολύχρονης φιλίας τους, ενώ στις 24 Μαρτίου 1927, ο όμιλος έπαψε να υφίσταται.
Επέστρεψε στην Ελλάδα στα μέσα του 1907 και αναζήτησε εργασία, με διάθεση να διδάξει. Το σχολείο των Σπετσών, απ' όπου υπήρξε προσφορά, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του, χωρίς όμως να δοθεί συνέχεια. Ύστερα από πρόταση του γιατρού και δημοτικού συμβούλου του Δήμου Παγασών, Δημητρίου Σαράτση που ήταν ο εισηγητής της προτάσεως για την ίδρυση ειδικής ανώτερης σχολής για τα κορίτσια του Βόλου, στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου της 8ης Σεπτεμβρίου 1908 και του Νικολάου Πολίτη, ορίστηκε διευθυντής από τις 29 Σεπτεμβρίου 1908 έως τις 2 Μαρτίου 1911, στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Βόλου με μηνιαίο μισθό 350 δραχμών και δίδαξε τη δημοτική γλώσσα και τις παιδαγωγικές αρχές του Σχολείου Εργασίας, που επικρατούσαν στην εποχή του, στην Ευρώπη. Το γεγονός προκάλεσε την αντίδραση των συντηρητικών στοιχείων και μια σειρά από γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως τα «Αθεϊκά», με κυριότερο αντίπαλο το μητροπολίτη Δημητριάδος και Βόλου Γερμανό Μαυρομάτη, ο οποίος επισκέφθηκε αιφνιδιαστικά το Παρθεναγωγείο στις 10 Φεβρουαρίου 1911 και παρακολούθησε την παράδοση μαθήματος στην Α' τάξη, την ώρα που δίδασκε η φιλόλογος Πηνελόπη Χριστάκου, και την τοπική εφημερίδα «Κήρυξ», με εκδότη και διευθυντή τον Δημοσθένη Κούρτοβικ .
Το απόγευμα της 2ης Μαρτίου 1911, έγινε συλλαλητήριο στο Βόλο με ανακοίνωση , που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Κήρυξ», και ο Δελμούζος αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγες μέρες αργότερα, ενώ στις 13 Μαρτίου 1911 ο υπουργός Δικαιοσύνης διέταξε τον εισαγγελέα να διεενεργήσει ανακρίσεις. Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν οξείες πνευματικές αντιθέσεις σε συνδυασμό με το γλωσσικό ζήτημα και το 1911, η λειτουργία του Παρθεναγωγείου ανεστάλη και στις 16 Απριλίου 1914 δικάστηκε, ύστερα από σχετικό παραπεμπτικό βούλευμα του Εφετείου της Λάρισας, στο Εφετείο Ναύπλιο, μαζί με άλλα στελέχη του Εργατικού Κέντρου. Με συνηγόρους του, τους δικηγόρους Αθηνών Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο και Λουκά Νάκο, αθωώθηκε στις 28 Απριλίου «ελλείψει αποδείξεων περί της ενοχής αυτών», ενώ ήταν κατηγορούμενος για «αθεϊαν, βλάβην ηθών, πρόκλησιν εις απεργίαν, εξύβρισιν επισκόπου», παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα Σ. Σωτηριάδη, που ζήτησε να κριθεί ένοχος της προσβολής της δημόσιας ηθικής και της θρησκείας. Τα πρακτικά της δίκης τηρήθηκαν από τους στενογράφους της Βουλής Ε. Μαγιάκο και Δ. Πλαγιάννη και εκδόθηκαν το 1915 σ' ένα τόμο 532 σελίδων από τον εκδοτικό οίκο Γ. Βασιλείου στην Αθήνα, μέ έξοδα του Αλέξανδρου Δελμούζου, όπως και η αμοιβή των στενογράφων.
Το Μάρτιο του 1910, ήταν ένας από τους τριανταοκτώ ιδρυτές του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», στον οποίο συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Γληνό και τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη, για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Το 1917 διορίστηκε ανώτερος επόπτης Δημοτικής Εκπαίδευσης. Την περίοδο της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Ελευθερίου Βενιζέλου, συνεργάστηκε με τους Γληνό και Τριανταφυλλίδη, στο Υπουργείο Παιδείας και την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε το «Αλφαβητάρι με τον Ήλιο» και το 1918, μαζί με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, το αναγνωστικό του Δημοτικού, τα «Ψηλά Βουνά». Μετά την ήττα του Βενιζέλου την 1η Νοεμβρίου 1920, επέστρεψε στις αρχές του 1921 στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Μόναχο, όπου γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον παιδαγωγό Γκέοργκ Κέρσενστάινερ, εισηγητή της θεωρίας του Σχολείου Εργασίας
Επέστρεψε το 1923 και με εισήγηση του Γληνού διορίστηκε τον Οκτώβριο του 1923, διευθυντής στο πρότυπο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαιδεύσεως της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, από όπου παύθηκε τον Ιανουάριο του 1926, για λόγους οικονομίας. Η εκπαιδευτική του παρουσία προκάλεσε αντιδράσεις που έμειναν στην Ιστορία ως τα «Μαρασλειακά» και παραπέμφθηκε σε νέα δίκη για «αντεθνική δράση, αθεΐα και υπόθαλψη της ανηθικότητας». Οι ανακρίσεις σε βάρος του δεν απέφεραν αποτέλεσμα, όμως παρά την απαλλακτική έκθεση του αρεοπαγίτη Γεώργιου Αντωνακάκη το έτος 1926 και την μη παραπομπή του, απολύθηκε από το «Μαράσλειο», όπως και ο Γληνός. Το 1926, μετά την πτώση του Θεόδωρου Παγκάλου, επανεξετάστηκε η υπόθεση του, αθωώθηκε, και αποκαταστάθηκε.
Το Νοέμβριο του 1928, εκλέχθηκε με παμψηφία, καθηγητής Παιδαγωγικής στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ανέλαβε καθήκοντα στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Τις περιόδους από το Οκτώβριο του 1934 έως το Μάρτιο του 1935 και από το Μάρτιο του 1936 έως το Σεπτέμβριο του 1937, επόπτευε τη λειτουργία του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Απομακρύνθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο στις 13 Απριλίου 1935, λόγω των διαφωνιών του με τον Θεόδωρο Τουρκοβασίλη, υπουργό Παιδείας της κυβερνήσεως Τσαλδάρη και στέλεχος του κόμματος «Ελευθερόφρονες» του Ιωάννη Μεταξά. Επανήλθε στις 3 Απριλίου 1936, σύμφωνα με τον Νικόλαο Τερζή ή στις 25 Ιανουαρίου 1936 σύμφωνα με τον Ευάγγελο Παπανούτσο, για να παραιτηθεί οριστικά το Σεπτέμβριο του 1937, έπειτα από πιέσεις του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, καθώς θεωρήθηκε ότι ανήκε σε όσους «...που προσεπάθησαν να υπονομεύσουν την Θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν και... ενεφάνισαν... την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν..» . Στις 20 Μαρτίου 1945 με τη συντακτική πράξη 24 περί αποκαταστάσεως απολυθέντων υπαλλήλων επανήλθε θεωρητικά στη θέση του, καθώς στις 26 Απριλίου 1946, υπέβαλλε τη δεύτερη και οριστική του παραίτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου